– Δικά σας ή αγοραστά;
– Αγοραστά εγώ; Για ποια με πέρασες;
Οι παλιές Γιαννιώτισσες δεν σήκωναν προσβολές.
Τα πασχαλινά κουλούρια, που μοσχοβόλαγαν βανίλια, πορτοκάλι και γκιουλς (ροδόνερο), τα έπλαθαν τη Μεγάλη Τρίτη, τα έβαζαν σε μεγάλες μαύρες λαμαρίνες και τα πήγαιναν για ψήσιμο στον φούρνο της γειτονιάς με τη βοήθεια συζύγων και παιδιών. Μόνο στα νέα κορίτσια δεν ανέθεταν ποτέ αυτή τη δουλειά, για να αποφεύγουν τα πειράγματα στο δρόμο.
Πελαγωμένος ο φούρναρης, μπέρδευε συχνά τις λαμαρίνες και έδινε τα ψημένα κουλούρια της μιας στην άλλη. Αποτέλεσμα, σκηνές απείρου κάλλους και καβγάδες σε άπταιστα «γαλλικά», όχι ιδιαίτερα εναρμονισμένα στο πνεύμα των ημερών.
Στο γραφικό πηγαινέλα με τις λαμαρίνες, που τις κουβαλούσαν πάνω στο κεφάλι, έβαλαν τέλος οι ηλεκτρικές κουζίνες αλλά και η αγορά έτοιμων κουλουριών.
Τώρα βρίσκεις ό,τι κουλούρια φανταστείς: με αλεύρι από βελανίδια, βούτυρο από αβοκάντο, ζάχαρη από χαρούπια! Και τώρα η προσβολή αντιστράφηκε: «Αν τα έφτιαξα εγώ; Μοιάζω κορόιδο;».
ΘΩΜΑΣ ΝΟΥΣΙΑΣ