ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ Τ’ ΑΡΝΙ

Του Θωμά Νούσια

Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Το φτωχό γεροντάκι είναι έτοιμο να ξεσπάσει σε κλάμα. Περίμενε να πουλήσει το αρνί του για να ζήσει τη φαμίλια του κι ο άλλος τού το παίρνει σχεδόν τσάμπα. Τον βρήκε στην ανάγκη και τον πατάει στο λαιμό.

Μεγάλη Εβδομάδα 1963. Φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα στα Γιάννινα, στο παζάρι, στην πύλη του Κάστρου. Τις έζησα ως παιδί αυτές τις δυο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Τον «παλιό καλό καιρό» που νοσταλγούν κάποιοι. Που δήθεν «οι άνθρωποι νοιάζονταν για τον διπλανό τους».

Το γεροντάκι θα μπορούσε να έχει χάσει τα παιδιά του στον πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο και να μεγαλώνει τα ορφανά εγγόνια του. Να του έχουν κάψει το σπίτι οι Ναζί, να του το έχουν πάρει οι μαυραγορίτες για έναν τενεκέ λάδι και λίγα κιλά καλαμπόκι. Να είναι πρόσφυγας του εμφυλίου, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης που η πατρίδα τον αντάμειψε με φυλακές και εξορίες.

Ο άλλος, ο καλοντυμένος με το σκληρό βλέμμα, θα μπορούσε να είναι ο μαυραγορίτης της Κατοχής, ο συνεργάτης των κατακτητών και καταδότης πατριωτών. Ο νοικοκύρης και καλός Χριστιανός που λεηλάτησε τις περιουσίες των Γιαννιωτοεβραίων.

Θα μπορούσε να είναι το αδίστακτο λαμόγιο που θησαύρισε μεταπολεμικά με την αμερικάνικη βοήθεια και τα έργα ανοικοδόμησης των ερειπίων. Ο κομματάρχης Γκρούεζας, ο «εθνικόφρων» διώκτης των «μιασμάτων». Το εμπόριο εθνικοφροσύνης στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν η πιο κερδοφόρα επιχείρηση. Χρυσωρυχείο.

Ας δώσουμε όμως τον λόγο στον ίδιο τον Μπαλάφα: «Αυτές τις μέρες κατέβαιναν οι χωρικοί απ’ τα χωριά τους κάνοντας και πέντε ώρες δρόμο, μ’ ένα αρνί στην πλάτη, για να το πουλήσουν και με τα χρήματα να πάρουν κάτι για τα παιδιά τους. Οι αστοί, κάτω, τους άφηναν και κατέρρεαν απ’ την πείνα και την κούραση και κοίταζαν να τους τα πάρουν στο τέλος όσο όσο. Πέτυχα αυτόν τον αποκαμωμένο άνθρωπο ακριβώς την ώρα που το παζάρευε. Του ’δωσε ένα κατοστάρικο ο αγοραστής: ”Έλα και πολλά σού δίνω, δώσε μου ρέστα ένα τάλιρο”. Και η απάντηση του δυστυχή: “Πού να το βρω, άνθρωπέ μου”. Και αποχωρίζεται με τόσο πόνο το αρνί του, κοντεύοντας να κλάψει…».

Είναι η εποχή που σήμερα κάποιοι νοσταλγούν. Ο δήθεν «παλιός καλός καιρός που οι άνθρωποι νοιάζονταν για τον διπλανό τους».