Του Θωμά Νούσια
Σχολική χρονιά 1959-60. Πρωτάκι στο Καπλάνειο Δημοτικό Σχολείο. Με βλέπουν ψαρωμένο την πρώτη μέρα δυο δασκάλες, η Αθηνά Κούρτη και η Αγλαΐα Δεβέκου, με παίρνουν στο γραφείο τους και μου κάνουν δώρο ένα ξύλινο αριθμητήριο με μεγάλες πολύχρωμες μπάλες. «Για να μάθεις να μετράς», λέει η μία. Σαν να μάντεψε από την πρώτη κιόλας μέρα πόσο τούβλο ήμουν στα μαθηματικά. «Και γιατί σε αγαπάμε», συμπληρώνει η άλλη.
Αυτή ήταν η σχέση μας με τους δασκάλους μας σ’ αυτό το σχολειό: σχέση αγάπης. Ακόμη και μ’ εκείνους που έδιναν κάπου κάπου και καμιά σφαλιάρα. Ή καμιά ξυλιά στην ανοιχτή παλάμη με τον χάρακα. Έτσι είχαν μάθει από τους δικούς τους δασκάλους, έτσι έκαναν. Δεν μπορούμε να τους κρίνουμε με τα σημερινά μέτρα.
Ο δάσκαλός μας των τελευταίων τάξεων δεν έδερνε. Είχε σπουδάσει παιδαγωγικά στην Ελβετία και ακολουθούσε το «ελβετικό σύστημα». Όταν στο μάθημα κάναμε πολλή φασαρία και αδυνατούσε να μας βάλει σε τάξη, έλεγε: «Ε, λοιπόν, δεν είστε εσείς για ελβετικό σύστημα. Πήγαινε, παιδί μου, να φωνάξεις τον κύριο διευθυντή να εφαρμόσει το ελληνικό σύστημα». Ερχόταν ο διευθυντής, έριχνε μερικές καρπαζιές και ερχόμασταν στα ίσια μας.
Ήταν από τους δασκάλους που δεν έβαζαν άριστα. Έλεγε πως το δέκα είναι για τον Θεό, το εννιά για τον δάσκαλο, το οχτώ για τον μαθητή. Απόδειξη, ο έλεγχός μου του 1964 που ανακάλυψα σε ένα συρτάρι. Ούτε ένα δεκάρι.
Οι δάσκαλοί μας πάσχιζαν να μας διδάξουν κάτι πολύ πιο σημαντικό από υπερσυντέλικους, ημερομηνίες μαχών και πρωτεύουσες νομών: αρχές και αξίες. Ήθελαν να μας δώσουν εφόδια για τη ζωή, να μας μάθουν να σκεφτόμαστε, να ψάχνουμε και να τολμούμε. Μας νοιάζονταν πραγματικά, τη δουλειά τους δεν την έκαναν μόνο για βιοπορισμό.
Ήταν η εποχή που οι γονείς μας πάλευαν να κλείσουν τις πληγές από τον πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Πολλές οικογένειες πεινούσαν. Για κάποιους συμμαθητές μου, το μοναδικό γεύμα της μέρας ήταν το σκονόγαλο και το κίτρινο τυρί της UNRRA που μας μοίραζαν στο διάλειμμα οι δάσκαλοι. Περνούσαμε ένας-ένας μπροστά από το μεγάλο καζάνι και μας γέμιζαν με την κουτάλα με καυτό σκονόγαλο τα μεταλλικά κύπελλα που φέρναμε από το σπίτι, κρεμασμένα στο λουράκι της σάκας. Το δικό μου πήγαινα και το άδειαζα με τρόπο σε μια γωνιά της επάνω αυλής. Δεν μου άρεσε. Δεν ήταν σαν το φρέσκο γάλα που έπινα στο σπίτι. Είχα την πολυτέλεια να τρώω και κουλούρι από το κυλικείο της επιστάτριας, πέντε τρύπιες δεκάρες το ένα. Άλλα παιδιά, όμως, αυτό το σκονόγαλο τα έσωσε από την ασιτία.
Μαίνονταν στην αυλή οι μάχες του πετροπόλεμου ανάμεσα σε Καπλανάκια και Ελισαβετάκια. Ειρηνευτική δύναμη και πρώτες βοήθειες για τα ανοιγμένα κεφάλια, η Αριστούλα η επιστάτρια. Μια μέρα πιάσαμε αιχμάλωτο πολέμου ένα Ελισαβετάκι και το κλείσαμε «φυλακή» στο υπόγειο. Πλάνταξε στο κλάμα το κακόμοιρο μέχρι να το πάρει είδηση η Αριστούλα και να το απελευθερώσει.
Τότε ήμασταν όλοι… αντιεμβολιαστές! Τρέμαμε τη βελόνα της σύριγγας. Βλέπαμε να μπαίνουν στην Καπλάνειο ο σχολίατρος με τη νοσοκόμα, καταλαβαίναμε πως δεν ήρθαν για καλό και τρέχαμε να κρυφτούμε στις τουαλέτες της επάνω αυλής. Έρχονταν οι δάσκαλοι, μας ξετρύπωναν και, τραβώντας μας από το αυτί, μας οδηγούσαν στον τόπο του μαρτυρίου.
Εξήντα χρόνια από την αποφοίτησή μας, σαν να μη πέρασε μια μέρα, οι παλιοί συμμαθητές συναντιόμαστε και τα λέμε στον ψηφιακό καφενέ των Σόσιαλ. Γελάμε βλέποντας αυτή τη φωτογραφία μου από τις γυμναστικές επιδείξεις μας: τα αγόρια κάναμε γυμναστική με παπιγιόν, τα κορίτσια με φόρεμα και από μέσα φουρό! Προχθές έλαβα ευχές για τη γιορτή μου από τη δασκάλα μου της τετάρτης δημοτικού, την κυρία Λουκία Τζιόβα. Χαιρετισμούς ανταλλάσσουμε πού και πού και με τη δασκάλα μου της δευτέρας, την κυρία Ισμήνη Καρατζένη.
Τη δασκάλα με το αριθμητήριο, την Αγλαΐα Δεβέκου, τριάντα χρόνια πριν από εμάς την είχε δασκάλα στην Καπλάνειο κι ο Μίκης Θεοδωράκης! Είχαμε την ίδια δασκάλα με τον Μίκη! Τον έχω ακούσει να αφηγείται ένα πολύ αστείο περιστατικό με τον ίδιο και τη δασκάλα του. Ιστορικό σχολειό, άξιοι δάσκαλοι, σπουδαίοι μαθητές. Η μεγάλη οικογένεια της Καπλανείου.
Στη χθεσινή ημερίδα για τα εκατό χρόνια του εμβληματικού διδακτηρίου του σχολείου μας, δυο παλιοί απόφοιτοι, ο Φίλιππας Φίλιος κι εγώ, ξεδιπλώσαμε τις μνήμες μας. Στην ημερίδα για τα… διακόσια χρόνια θα πούμε κι άλλα. Θα έρθει κι ο Μίκης με την κυρία Αγλαΐα να μας περιγράψουν το αστείο επεισόδιο, θα της πω κι εγώ το «ευχαριστώ» που της χρωστάω για το αριθμητήριο.