Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Του Θωμά Νούσια

Πρωτοχρονιά 1991. Πρωί. Τηλεφωνώ όπως κάθε μέρα στο γραφείο του αστυνομικού επιθεωρητή Ηπείρου, να ρωτήσω αν έχουμε κάτι σοβαρό (δυστύχημα, έγκλημα, φυσική καταστροφή). Μ’ αυτό που ακούω δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου. Βάζω τον υπασπιστή τού επιθεωρητή να το επαναλάβει δεύτερη και τρίτη φορά. Ποιο είναι το συνταρακτικό νέο;

Τα ελληνοαλβανικά σύνορα κατέρρευσαν με την είσοδο του νέου χρόνου και άρχισε από Αλβανία η μεγάλη φυγή. Η κάθοδος των μυρίων ή μάλλον των εκατομμυρίων. Όλη τη νύχτα κατέβαινε κόσμος και κοσμάκης. Πάνω από εννιακόσιοι άνθρωποι έχουν περάσει μέχρι στιγμής από δύσβατα ορεινά μονοπάτια στο ελληνικό έδαφος και κατευθύνονται με τα πόδια προς Γιάννινα.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι το ηλικίας μισού αιώνα καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και του διαδόχου του, Ραμίζ Αλία, ο κομμουνισμός αλα αλβανικά, αποτελεί πλέον παρελθόν. Με ό,τι συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη για την Αλβανία, την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, την διεθνή πολιτική, στρατιωτική και οικονομική σκηνή. Και ότι δημιουργείται νέο τεράστιο μεταναστευτικό κύμα.

Παίρνω αμέσως τηλέφωνο το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ήμουν ανταποκριτής του στη Βορειοδυτική Ελλάδα) και δίνω λαχανιασμένος την είδηση στη συνάδελφο Ρέα Σουρμελή ξεχνώντας να της ευχηθώ «καλή χρονιά». Είναι η σειρά της να μη πιστεύει στ’ αφτιά της. Νομίζει ότι παράκουσε και ζητάει να της το επαναλάβω ξανά και ξανά.

«Ρέα μου, να σου το πω αλλιώς», επιχειρώ να κάνω χιούμορ. «Όταν, σπανίως, κατάφερνε να το σκάσει κάποιος από τη χώρα του Χότζα, η αμοιβή μου για το ρεπορτάζ ήταν ένα δεκαχίλιαρο δραχμές. Ε, τώρα μου χρωστάτε δέκα εκατομμύρια!».

Στην Αλβανία δεν υπάρχουν ακόμα ξένοι δημοσιογράφοι, τα ελληνικά ΜΜΕ πρωί Πρωτοχρονιάς υπολειτουργούν, το νέο δεν έχει γίνει γνωστό και έτσι η είδηση που μόλις έδωσα στο Γαλλικό Πρακτορείο κάνει τον γύρο του κόσμου.

Τις επόμενες μέρες όλη η Ελλάδα κατακλύζεται από δεκάδες χιλιάδες Αλβανούς και Βορειοηπειρώτες. Κρατούν από μια νάιλον σακούλα με τα υπάρχοντά τους και ψάχνουν απεγνωσμένα για στέγη, τροφή, δουλειά.

Πάω κάθε μεσημέρι στην κεντρική πλατεία και στήνω αφτί στα «πηγαδάκια» τους. Σε ένα τέτοιο «πηγαδάκι» ακούω λίγους μήνες αργότερα πως στο λιμάνι τού Αυλώνα χιλιάδες Αλβανοί προσπάθησαν να καταλάβουν ένα καράβι και να φύγουν για Ιταλία, η αστυνομία και ο στρατός τούς σταμάτησαν και τώρα σχεδιάζουν νέα απόπειρα μαζικής απόδρασης, από το λιμάνι τού Δυρραχίου αυτή τη φορά. Δίνω την πληροφορία στο Γαλλικό Πρακτορείο, στον συνάδελφο Ντιντιέ Κουνς, και τη μεταδίδει.

Δυο μέρες μετά, η παγκόσμια κοινή γνώμη παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα στις τηλεοράσεις το συγκλονιστικό θέαμα: Το φορτηγό πλοίο VLORA, με πάνω από 15.000 Αλβανούς να έχουν γεμίσει ασφυκτικά όλους τους χώρους του και να κρέμονται από τα κατάρτια σαν τσαμπιά, φεύγει από το Δυρράχιο και διασχίζει την Αδριατική, παλεύοντας με τα κύματα που απειλούν να το καταπιούν.

Τι θα κάνει η Ιταλία; Θα τους δεχτεί; Θα τους συλλάβει; Θα τους γυρίσει πίσω; Θα τους αφήσει να πνιγούν;

Το πλοίο VLORA φτάνει στο λιμάνι του Μπάρι (φωτογραφία), οι Iταλοί λιμενικοί και αστυνομικοί τούς υποδέχονται με πυροβολισμούς στο ψαχνό και δώδεκα Αλβανοί πέφτουν νεκροί. Τους υπόλοιπους τους συγκεντρώνουν σε ένα γήπεδο και τους εγκαταλείπουν κάτω από τον καυτό ήλιο αφυδατωμένους, πεινασμένους, εξαθλιωμένους. Ένα ελικόπτερο τούς πετάει κάπου κάπου από πάνω ψωμιά και μπουκάλια νερό και γίνονται μάχες ποιος θα προλάβει να τα πιάσει. Στο τέλος τους στέλνουν όλους πίσω στην Αλβανία.

Το γεγονός είναι το θέμα των ημερών, μονοπωλεί το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ και το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων υπενθυμίζει πως μόνο αυτό το είχε προαναγγείλει. Πως η αποκλειστική πληροφορία τού ανταποκριτή του στα Γιάννινα επιβεβαιώθηκε.

Η αποκλειστική είδηση, το λαβράκι, είναι συχνά θέμα τύχης. Δεν έρχεται όταν την κυνηγάς αλλά όταν θέλει αυτή. Σε τραβάει από το μανίκι, σου λέει «εδώ είμαι, άρπαξέ με!».