Του έδινες πέντε τρύπιες δεκάρες και σου συμπλήρωνε την αίτηση. Φωτογραφία του 1951 από το Ίντερνετ. Αυτή την εικόνα τη βλέπαμε μέχρι πριν μισό αιώνα και έξω από τα γραφεία της Ασφάλειας Ιωαννίνων. Αρχικά ήταν στην Ανεξαρτησίας, στο σημείο που αργότερα έγινε η οδός Σίνα, μετά στο Άλσος, στο θαυμάσιο νεοκλασικό με τα αγάλματα στην πρόσοψη (οικία Αδαμίδη) και τέλος στη γωνία Χαριλάου Τρικούπη και Πουτέτση.
Τέσσερα-πέντε γεροντάκια με τα τραπεζάκια τους στο πεζοδρόμιο, εξυπηρετούσαν όσους ήθελαν να ταξιδέψουν προς Κόνιτσα, Πωγώνι ή Φιλιάτες. Μια επίσκεψη σε παραμεθόρια περιοχή δεν ήταν απλή υπόθεση όπως τώρα. Έπρεπε υποχρεωτικά να πας στην Ασφάλεια, να καταθέσεις γραπτή αίτηση με χαρτόσημο όπου ανέφερες τον λόγο του ταξιδιού. Την άλλη μέρα ξαναπήγαινες να παραλάβεις τη γραπτή άδεια, για να τη δείξεις στον έλεγχο που γινόταν στο Καλπάκι και αλλού. Γιατί; Για λόγους εθνικής ασφάλειας!
Για τους ίδιους λόγους απαγορευόταν να ταξιδέψεις νύχτα σ’ αυτές τις περιοχές. Στις 10 το βράδυ ο επαρχιακός δρόμος στο Καλπάκι έκλεινε με μπάρα και μέχρι το πρωί δεν περνούσε κανένας. Κατέβαιναν οι συγγενείς μου από την Κόνιτσα στα Γιάννινα για δουλειές και βιάζονταν να επιστρέψουν έγκαιρα: «Δεν προλαβαίνω, θα κλείσει το Καλπάκι!».
Οι καθηγητές μας στο γυμνάσιο μάς κατσάδιαζαν όταν μας έπιαναν αδιάβαστους: «Θα μείνεις ξύλο απελέκητο! Χωρίς γράμματα δεν κάνεις για καμιά δουλειά. Ούτε για να συμπληρώνεις αιτήσεις έξω από την Ασφάλεια!».