Τώρα μού φαίνεται απίστευτο. Συνέντευξη με τον Μάνο Χατζιδάκι; Πώς τόλμησα; Το θράσος της άγνοιας.
1980. Έχει έρθει στα Γιάννινα για συναυλία στο «Παλλάδιο». Του τηλεφωνώ στο «Ξενία», σίγουρος ότι θα αρνηθεί. Λέει αμέσως «ναι» και μου κλείνει ραντεβού.
Είναι η εποχή του μυθικού χατζιδακικού Τρίτου Προγράμματος. Όλη η Ελλάδα μιλάει για τον αντισυμβατικό συνθέτη και διανοούμενο που με τα σχόλιά του εισάγει καινά δαιμόνια και «βγάζει τη γλώσσα» στο συντηρητικό κατεστημένο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νανάς Τσαλδάρης και οι άλλοι ατσαλάκωτοι και αγέλαστοι Ηρακλείς της εθνικοφροσύνης τραβάνε τα μαλλιά τους. Δεν μπορούν να τον πειράξουν γιατί είναι φίλος του «Μεγάλου».
Πιάνω τραπέζι στο εστιατόριο του «Ξενία» και περιμένω. Έχω ακούσει ότι μονίμως ξεχνάει τα ραντεβού του ή πάει με καθυστέρηση ωρών. Στο δικό μας ραντεβού είναι Εγγλέζος. Και είναι στα κέφια του.
– Φαίνεστε μια χαρά, κύριε Χατζιδάκι. Ξεπεράστηκαν τα προβλήματα υγείας;
– Αγαπητέ μου, πετύχατε διάνα! Πρόσφατα έπαθα και δεύτερο έμφραγμα!
Παράγγειλε τους καφέδες μας.
– Πριν αρχίσετε εσείς τις ερωτήσεις, να ρωτήσω κάτι εγώ; Η εφημερίδα που εργάζεστε με ποιο κόμμα είναι;
– Αδέσμευτη!
Χαμογέλασε συνωμοτικά:
– Ελάτε τώρα! Μεταξύ μας! Τι ρόλο παίζει;
Του είπα κάποια πράγματα.
– Τώρα μάλιστα! Συνεννοηθήκαμε! Όχι αδέσμευτη και παραμύθια!
– Κύριε Χατζιδάκι, ξέρω ότι συνεντεύξεις δίνετε πολύ σπάνια και μόνο σε δημοσιογράφους που γνωρίζετε καλά και εμπιστεύεστε. Σ’ εμένα, έναν άγνωστο νεαρό συντάκτη επαρχιακής εφημερίδας, πώς το αποφασίσατε;
– Στη φωνή σας, στο τηλέφωνο, διέκρινα πολύ τρακ. Γι’ αυτό σας εμπιστεύτηκα! Κατάλαβα πως θα κάνετε υπεύθυνα τη δουλειά σας και θα μεταφέρετε στους αναγνώστες σας με προσοχή αυτά που θα σας πω. Οι ανεύθυνοι δεν έχουν τρακ.
Μου μίλησε για τα σχέδιά του στο Τρίτο Πρόγραμμα, για τους δίσκους και τις συναυλίες που ετοίμαζε, για την Ορχήστρα των Χρωμάτων που τότε ήταν στα σκαριά και χωρίς όνομα. Του είπα πως η γενιά μου μεγάλωσε με τις μελωδίες τις δικές του και του Θεοδωράκη. Ότι τις ακούγαμε παντού από ραδιόφωνα, τζουκ μποξ, μεγάφωνα καφενείων και κινηματογράφων, ήταν διάχυτες στην ατμόσφαιρα.
– «Αλήθεια, γιατί τα παλιά σας τραγούδια ήταν χαρούμενα ενώ τα νεότερα αποπνέουν μια μελαγχολία;», τον ρώτησα με όλη την αφέλεια και την ασχετοσύνη μου.
Με κοίταξε ανθυπομειδιώντας σαν να μην είχε αποφασίσει αν έπρεπε να θυμώσει ή να γελάσει.
– Και δεν μου λέτε, ποιο από τα παλιά χαρούμενα τραγούδια μου είναι πιο χαρούμενο; Μήπως το «Νιάου βρε γατούλα;».
Είχα καταφέρει να τον κάνω έξαλλο. Μου εξήγησε ότι εκνευρίζεται κάθε φορά που του θυμίζουν τα τραγούδια που έγραψε για τον ελληνικό κινηματογράφο, γιατί δεν τον εκφράζουν, τα έγραφε για να βγάζει το ψωμί του (φωτογραφία).
Θυμάμαι την κουβέντα με τον Χατζιδάκι κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ακούγοντας τις εκπομπές για την επέτειο του θανάτου του (15 Ιουνίου 1994). Από την ΕΡΤ φυσικά. Για τα ιδιωτικά κανάλια και ραδιόφωνα, με εξαιρέσεις μετρημένες στα δάχτυλα του μισού χεριού, τα ονόματα των πραγματικά μεγάλων αποτελούν άγνωστες λέξεις. Είναι απασχολημένα με τα σκουπίδια που μας ταΐζουν εδώ και τριάντα πέντε χρόνια.