ΚΑΦΕΔΑΚΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Του Θωμά Νούσια

Τώρα μου φαίνεται απίστευτο. Συνέντευξη με τον Μάνο Χατζιδάκι; Πώς τόλμησα; Το θράσος της άγνοιας.

1980. Έχει έρθει στα Γιάννινα για συναυλία στο «Παλλάδιο». Του τηλεφωνώ στο «Ξενία», σίγουρος ότι θα αρνηθεί. Λέει αμέσως «ναι» και μου κλείνει ραντεβού.

Είναι η εποχή του μυθικού χατζιδακικού Τρίτου Προγράμματος. Όλη η Ελλάδα μιλάει για τον αντισυμβατικό συνθέτη και διανοούμενο που με τα σχόλιά του εισάγει καινά δαιμόνια και «βγάζει τη γλώσσα» στο κατεστημένο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νανάς Τσαλδάρης και οι άλλοι ατσαλάκωτοι και αγέλαστοι Ηρακλείς της εθνικοφροσύνης τραβάνε τα μαλλιά τους. Δεν μπορούν να τον πειράξουν γιατί είναι φίλος του «Μεγάλου».

Πιάνω τραπέζι στο εστιατόριο του «Ξενία» και περιμένω. Έχω ακούσει ότι συνήθως ξεχνάει τα ραντεβού του ή πάει με καθυστέρηση ωρών. Στο δικό μας ραντεβού είναι Εγγλέζος. Και είναι στα κέφια του.
– «Ξεπεράστηκαν τα προβλήματα υγείας; Φαίνεστε μια χαρά», επιχειρώ να σπάσω τον πάγο.
– «Αγαπητέ μου, πετύχατε διάνα! Πριν δυο μήνες έπαθα και δεύτερο έμφραγμα!».

Παρήγγειλε τους καφέδες μας.
– «Πριν αρχίσετε εσείς τις ερωτήσεις, να ρωτήσω κάτι εγώ; Η εφημερίδα που εργάζεστε, η ”Ελευθερία”, με ποιο κόμμα είναι;».
– «Αδέσμευτη!».
Χαμογέλασε συνωμοτικά: «Ελάτε τώρα! Μεταξύ μας! Τι ρόλο παίζει;».
Του είπα κάποια πράγματα.
– «Τώρα μάλιστα! Συνεννοηθήκαμε! Όχι αδέσμευτη και παραμύθια!».

– «Κύριε Χατζιδάκι, ξέρω ότι συνεντεύξεις δίνετε πολύ σπάνια και μόνο σε δημοσιογράφους που γνωρίζετε καλά και εμπιστεύεστε. Σ’ εμένα, έναν άγνωστο νεαρό συντάκτη επαρχιακής εφημερίδας, πώς το αποφασίσατε;».
– «Στη φωνή σας, στο τηλέφωνο, διέκρινα πολύ τρακ. Γι’ αυτό σας εμπιστεύτηκα! Κατάλαβα πως θα σεβαστείτε ό,τι πω και θα το αποδώσετε με προσοχή…».

Μου μίλησε για τα σχέδιά του στο Τρίτο Πρόγραμμα, για τους δίσκους και τις συναυλίες που ετοίμαζε, για την Ορχήστρα των Χρωμάτων, που τότε ήταν στα σκαριά και χωρίς όνομα. Του είπα ότι η γενιά μου μεγάλωσε με τις μελωδίες τις δικές του και του Θεοδωράκη, που ακούγονταν παντού από ραδιόφωνα, ηλεκτρόφωνα, μεγάφωνα καφενείων και κινηματογράφων, ήταν διάχυτες στην ατμόσφαιρα.

– «Αλήθεια, γιατί τα παλιά σας τραγούδια ήταν χαρούμενα ενώ τα νεότερα αποπνέουν μια μελαγχολία;», τον ρώτησα με όλη την αφέλεια και την ασχετοσύνη μου.
Με κοίταξε ανθυπομειδιώντας, σαν να μην είχε αποφασίσει αν έπρεπε να θυμώσει ή να γελάσει.
– «Και δεν μου λέτε, ποιο από τα παλιά χαρούμενα τραγούδια μου είναι πιο χαρούμενο; Μήπως το ”Νιάου νιάου βρε γατούλα;”».
Είχα καταφέρει να τον κάνω έξαλλο. Μου εξήγησε ότι εκνευρίζεται κάθε φορά που του θυμίζουν τις κινηματογραφικές επιτυχίες του, γιατί δεν τον εκφράζουν, τις έγραφε κατά παραγγελία για να βγάζει το ψωμί του.

Θυμάμαι την κουβέντα με τον Χατζιδάκι κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ακούγοντας τις εκπομπές για την επέτειο του θανάτου του. Από την ΕΡΤ φυσικά. Για τα ιδιωτικά κανάλια και ραδιόφωνα, με εξαιρέσεις μετρημένες στα δάχτυλα του μισού χεριού, τα ονόματα των πραγματικών δημιουργών αποτελούν άγνωστες λέξεις. Είναι απασχολημένα με τα σκουπίδια που μας ταΐζουν εδώ και τριάντα πέντε χρόνια.