«ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΑΚΡΟΑΤΑΙ…»

Του Θωμά Νούσια

Έβλεπα τον πατέρα μου να κολλάει το αφτί στο μεγάλο ραδιόφωνο Grundig και να μοιράζεται την αγωνία και τη φρίκη με τη μητέρα μου: «Άκούς; Κρέμασε κι άλλους ο Χάρντινγκ!». Ήμουν νήπιο και δεν ήξερα ποιος ήταν ο Χάρντινγκ. Μεγαλώνοντας έμαθα πως ήταν ο Άγγλος κυβερνήτης της Κύπρου. Εκτελούσε με απαγχονισμό τους Κύπριους που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους.

Καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, κάθε βράδυ στις 10 παρά 20 ήταν η σειρά μου να κολλάω το αφτί στο ίδιο ραδιόφωνο. Έπιανα Deutsche Welle να μάθω τις απαγορευμένες από τη χούντα ειδήσεις. «Χαμήλωσέ το ρε! Ακούγεται έξω στο δρόμο. Θα με απολύσουν από δάσκαλο και θα πεινάσεις!», ανησυχούσε ο πατέρας μου.

Μεγαλώσαμε στην προ τηλεόρασης εποχή και η σχέση μας με το ραδιόφωνο ήταν πολύ ιδιαίτερη. Δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα τα κασετόφωνα και έγραφα τραγούδια από το ραδιόφωνο τοποθετώντας δίπλα του το μεγάλο μαγνητόφωνο με την μπομπίνα. Μαζί με τα τραγούδια έγραφε και το γάβγισμα του σκύλου, τον βήχα του παππού, τους καβγάδες των γειτόνων.

Το ραδιόφωνο ήταν το παράθυρο στον κόσμο για τα παιδιά του ’50 και του ’60. Δελτία ειδήσεων με τις χαρακτηριστικές φωνές του Κώστα Σταυρόπουλου και του Τζον Βεϊνόγλου, το Θέατρο της Δευτέρας, ποδόσφαιρο, λαϊκά τραγούδια-προσφορά των δισκογραφικών εταιριών, ραδιοφωνικά σίριαλ όπως «Το σπίτι των ανέμων» και «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού». Και διαφημίσεις: «Πειραϊκή-Πατραϊκή, ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει», κλωστές «Πεταλούδα», καλσόν και ξυραφάκια με τον Χατζηχρήστο.

Τα μεσαία και τα βραχέα της κρατικής ραδιοφωνίας ήταν τέχνη, πολιτισμός, αισθητική. Δεν ήταν το απέραντο σκουπιδαριό της ιδιωτικής. Ήταν Μίκης Θεοδωράκης, όταν βέβαια δεν τον είχαν κλεισμένο στις φυλακές και τα τραγούδια του δεν ήταν απαγορευμένα. Ήταν Χατζιδάκις, Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης. Δεκάδες μεγάλοι δημιουργοί.

Στα Γιάννινα είχαμε δυο επιλογές: τους σταθμούς Ιωαννίνων και Κέρκυρας. Ο πρώτος μετέδιδε το πρόγραμμα της ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων), ο δεύτερος το Πρώτο και Δεύτερο πρόγραμμα του ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). Το γνώριμο μουσικό σήμα του τσοπανάκου με τη φλογέρα και «Εδώ Κέρκυρα, Ραδιοφωνικός Σταθμός Βορειοδυτικής Ελλάδος».

Στις 21 Απριλίου του ’67 σηκώθηκα χαράματα να αποτελειώσω μια σχολική εργασία και άνοιξα το ραδιόφωνο. Αντί του κανονικού προγράμματος (πρωινή προσευχή, πρωινή γυμναστική, ειδήσεις), το ΕΙΡ είχε κλαρίνα και το Ενόπλων εμβατήρια: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», «Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά». Υπέθεσα πως απεργούν οι εργαζόμενοι στο Ραδιόφωνο αλλά τελικά άλλη ήταν η αιτία…

Ο στρατιωτικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ιωαννίνων ιδρύθηκε την περίοδο του εμφυλίου για τις ανάγκες της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας (ενδεικτικό το ραδιοφωνικό σίριαλ «Στον ιστό της αράχνης») και λειτούργησε χωρίς μεγάλες αλλαγές μέχρι τη μεταπολίτευση του 1974. Το 1982 με την κατάργηση της ΥΕΝΕΔ έβγαλε τη στρατιωτική χλαίνη και φόρεσε κουστούμι.

Το τοπικό πρόγραμμα τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες ήταν εμβατήρια, δημοτικά, λίγες ειδήσεις που συνέτασσαν στρατιωτικοί (όπως στην ταινία «Λούφα και παραλλαγή»), κάποιες εκπομπές συνεργατών όπως οι «Λυρικοί Στοχασμοί» του Γιώργου Βρέλλη. Αργότερα ο σταθμός απέκτησε δημοσιογράφους και πλούσιο ενημερωτικό και μουσικό πρόγραμμα.

Η εισβολή της τηλεόρασης έφερε σε δεύτερη μοίρα το ραδιόφωνο. Το «πιάσε Ενόπλων» έδωσε τη θέση του στο… «τράβα το σεμεδάκι, μού κρύβει τον Άλκη Στέα!».