Η πλατεία Ομονοίας των φοιτητικών μου χρόνων. Πριν μισό αιώνα. Το θέατρο Κοτοπούλη πριν δώσει τη θέση του στο ξενοδοχείο «Λα Μιράζ». Έτρωγα δίπλα στο θέατρο, στο οινομαγειρείο «Τρίπολις» της οδού Κοτοπούλη. Ακριβώς απέναντι ήταν (και παραμένει ακόμα, σταθερή αξία) η «Στάνη»: λουκουμάδες, χύμα στραγγιστό γιαούρτι με μέλι. Ξαναπέρασα φέτος. Ο μαγαζάτορας που με σερβίριζε πριν πενήντα χρόνια, έχει γίνει κάδρο στον τοίχο. «Πατέρας σας;», ρωτάω τον τωρινό ιδιοκτήτη. «Παππούς μου».
Κάπου κάπου, άφηνα τα λαϊκά μαγέρικα και επέτρεπα στον εαυτό μου την πολυτέλεια μιας σφυρίδας με αθηναϊκή σαλάτα και σπιτική μαγιονέζα στα «Νέα Ολύμπια» (Εμμανουήλ Μπενάκη και Σταδίου). Ή μιας σοκολατίνας στην Πανεπιστημίου, στο πατάρι με θέα του «Ρωσσικόν» (με δύο σίγμα!). Στο ίδιο τραπέζι που κάθεται ο Λογοθετίδης με τον Πρωτοπαππά στον «Ζηλιαρόγατο».
Στα «Ολύμπια» μια μέρα δεν βρήκα τραπέζι και ήμουν έτοιμος να φύγω. Με βλέπει ένας παππούς με άσπρη γενειάδα που έτρωγε μόνος του και μου κάνει νόημα να κάτσω στο τραπέζι του. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω πού τον έχω ξαναδεί. Ο παππούς τέλειωσε το φαΐ του, κάπνισε αμίλητος δυο τσιγάρα, μου ευχήθηκε «καλή όρεξη» και σηκώθηκε να φύγει. Κι ακούω τότε το γκαρσόνι να τον κατευοδώνει: «Στο καλό, κύριε Κουν…».
Πού να ήξερα πως λίγο πιο πέρα, στου Φλόκα, έτρωγε κάθε μεσημέρι ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο. Θα έπιανα ένα τραπέζι κοντά στο δικό τους, θα ξέχναγα τους καλούς μου τρόπους και θα έστηνα αφτί.
Μπαρ και υπόγεια καμπαρέ στα δρομάκια γύρω από την πλατεία, καβγάδες, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ψιλομαχαιρώματα τις νύχτες. Μεθυσμένοι, ναυτάκια του Έκτου Στόλου, μπράβοι, «βαποράκια», «προστάτες». «Μη περνάς από δω σαν πέφτει το σκοτάδι!», η συμβουλή του σερβιτόρου του «Τρίπολις».
1974. Η Μεταπολίτευση, οι πρώτες εκλογές, το δημοψήφισμα. Πανηγύρι δημοκρατίας. Η Ομόνοια γεμάτη εκλογικά κέντρα κομμάτων, υποψηφίων, παρατάξεων υπέρ και κατά της βασιλείας. Μεγάλες συγκεντρώσεις (Ανδρέας, Μαύρος, Ενωμένη Αριστερά), συνθήματα, τραγούδια: «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο…».
Τα πρώτα κασετόφωνα μόλις κυκλοφόρησαν, οι μικροπωλητές πουλάνε κασέτες στα καροτσάκια και χαλάνε τον κόσμο με τα μεγάφωνα. Όλο το 1975 παίζουν non stop από το πρωί ως το βράδυ το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη.
Από τους κινηματογράφους, το «Κοσμοπόλιταν» και η «Αλάσκα» δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό της τηλεόρασης και το γύρισαν από νωρίς στις τσόντες και τα καράτε («Σήμερον δύο έργα-Η αίθουσα κλιματίζεται»). Αντίθετα στο «Ιντεάλ» και το «Σταρ» ο κόσμος σχηματίζει ατέλειωτες ουρές για τα «Σαγόνια του Καρχαρία», το «Τελευταίο Tανγκό στο Παρίσι», το «Ιησούς Χριστός Σούπερ Σταρ».
Φοιτητές σαν εμένα κατεβαίνουν στην υπόγεια αγορά του Σταθμού του Ηλεκτρικού να πιουν φτηνό καφέ, να ψωνίσουν φτηνά ρούχα, να εισπράξουν με το βιβλιάριο στην υπόγεια τράπεζα το χαρτζιλίκι του μπαμπά.
Δελαπατρίδηδες αγορεύουν έξω από το καφενείο «Το Νέον», επαρχιώτες δίνουν ραντεβού στου Μπακάκου για να γλεντήσουν στα κλαρίνα της Βερανζέρου, ξενύχτηδες κολατσίζουν στα «βρόμικα» μετά τα μπουζούκια, περαστικοί σταματούν στα κιόσκια εφημερίδων για τα πρωτοσέλιδα. Τα πολλά πρόσωπα της Ομόνοιας του 1970.