Στην παλιά γέφυρα μπέλεϊ σταμάτησε μια μέρα για καφέ ο μητροπολίτης Σεραφείμ, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος. – Πόσα παιδιά έχεις, παπά μου; τον ρωτάει ένας τσοπάνος. – Μητροπολίτης είμαι! απαντάει ενοχλημένος εκείνος.
Κι ο τσοπάνος, που η λέξη «μητροπολίτης» τού ήταν άγνωστη: – Ό,τι πεις, αλλά πόσα παιδιά έχεις;
Στα πολύωρα ταξίδια Ηγουμενίτσα-Γιάννινα-Θεσσαλονίκη, στην παλιά Εγνατία-κατσικόδρομο, η γέφυρα της Μπαλντούμας ήταν σημείο αναφοράς. Λεωφορεία, φορτηγά και Ι.Χ. έκαναν στάση για καφέ και καύσιμα στο καφεστιατόριο-βενζινάδικο του Ζιαμπίρα και οι επιβάτες έπαιρναν μια ανάσα κοιτάζοντας τα ορμητικά νερά του Αράχθου: «Είναι ανοιχτή η Κατάρα; Θα προλάβουμε ή θα αποκλειστούμε στο χιόνι;».
Στον Ζιαμπίρα και τα άλλα καφενεία μαζεύονταν ντόπιοι, περαστικοί και οι Αμερικάνοι της UNRRA, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους και… έλυναν τα παγκόσμια προβλήματα. «Ρε δάσκαλε, βλέπω πως εσείς οι Έλληνες είστε πολύ ξύπνιος λαός, τα ξέρετε όλα. Γιατί η χώρα σας δεν πάει μπροστά;», ρώτησε μια μέρα τον πατέρα μου ο Πολ ο Αμερικάνος ακούγοντας τις πολιτικές συζητήσεις στο καφενείο του Σαρακατσάνου.
Ο Πολ επέστρεψε στην Ελλάδα ως τουρίστας τη δεκαετία του 1990: «Ρε δάσκαλε, έρχομαι ξανά μετά από σαράντα χρόνια, στην Αμερική έχουμε αλλάξει δέκα προέδρους κι εδώ έχετε ακόμα τον ίδιο; Κοιτάω τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα και βλέπω τα πρόσωπα που έβλεπα και τότε: Καραμανλής και Βουγιουκλάκη!».
Τα παιδιά περπάταγαν πολλά χιλιόμετρα για να πάνε σχολειό. Το σχολικό καμπανάκι δεν ακουγόταν μέχρι τα σπίτια τους και ο πατέρας μου είχε βρει μια πολύ ιδιαίτερη πατέντα για να τα ξυπνάει κάθε πρωί. Στο πικάπ και τα μεγάφωνα, δώρα της UNRRA, έβαζε το 45άρι δισκάκι με τη «Μυρτιά» του Μίκη. Αντιλαλούσε στα βουνά και στα λαγκάδια η φωνή της Γιοβάννας: «Στα παραθύρια τα πλατιά, χαμογελούσε μια μυρτιά…». Μέχρι που ήρθε η χούντα, τα τραγούδια του Μίκη βγήκαν στην παρανομία και τα μεγάφωνα του σχολείου σίγησαν. Ο πατέρας μου δεν θέλησε να αντικαταστήσει με άλλο τραγούδι την απαγορευμένη «Μυρτιά».
Στη Μπαλντούμα σταματούσαν για καφέ και πολιτικοί όπως ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ, που ελλείψει γιατρού έκανε… ιατρικό συμβούλιο με τον πατέρα μου αν ήταν κανένας άρρωστος στο χωριό: – Δεν του κάνεις μερικές πενικιλίνες δάσκαλε; – Λες κύριε υπουργέ; Κάνουν για την περίπτωσή του ή θα τον πάρουμε στο λαιμό μας τον άνθρωπο;
– Γιατί δεν ζητάς από τον Αβέρωφ να σε μεταθέσει στην πόλη; η μόνιμη αγωνία της μητέρας μου. – Γιατί έτσι είμαι εγώ. Δεν θέλω ρουσφέτια, δεν τρέχω πίσω από βουλευτές και υπουργούς, δεν φιλάω κατουρημένες ποδιές!
Αποτέλεσμα: Έζησε 35 χρόνια σαν ερημίτης σε ορεινά χωριά, σε ένα δωματιάκι του σχολείου χωρίς ρεύμα και χωρίς νερό. Κάθε Σάββατο απόγευμα έκανε οτοστόπ στον επαρχιακό δρόμο για να έρθει για λίγες ώρες στο σπίτι του και την οικογένειά του. Το κόστος όταν δεν φιλάς κατουρημένες ποδιές.