Του Θωμά Νούσια
Η βενζίνα «Αύρα» είχε τιμόνι που έμοιαζε με κουπί. Ο μπαρμπα-Τέλιας ο καϊκτσής με άφηνε να το κρατάω στην επιστροφή από το Νησί της Παμβώτιδας και να το παίζω καπετάνιος του γλυκού νερού.
Αμέσως μετά, βανίλια-υποβρύχιο στο καφενεδάκι «Κυρα-Φροσύνη». Παίζαμε με την άμμο και τα βότσαλα, μπαίναμε και μέσα στο νερό κυνηγώντας τις τσίμες και τις δρομίτσες.
Τα νερά της λίμνης ήταν πεντακάθαρα. Ανανεώνονταν διαρκώς από τις βουνίσιες πηγές και τις καταβόθρες και το κύμα έβγαζε στην όχθη κάθε βρομιά. Οι Γιαννιώτες απολάμβαναν το μπάνιο τους στη Λιμνοπούλα και τον Μάτσικα και στο πιάτο τους τα λιμνίσια εδέσματα: Κυπρίνος στον φούρνο, γλίνια, τσίμες, καραβίδες με σκορδαλιά από καρύδια, χέλι ψημένο στην κεραμίδα.
Οι γονείς μάς φώναζαν να αφήσουμε τα παιχνίδια και να τρέξουμε στο τραπέζι. Το γκαρσόνι είχε φέρει το «υποβρύχιο», το περγαμόντο και την γκαζόζα ΦΙΞ και μαζεύονταν σφήκες. Σε λίγο θα περνούσε ο Αντωνάκης ο φιστικάς και ο Ιορδάνης με τις κατακόκκινες ψημένες καραβίδες στο ταψί.
Οι μεγάλοι έπιναν το ουζάκι τους με σπέσιαλ μεζέ κάτω από τον ίσκιο των πλατάνων. Χωρίς κουβούκλια και κλαμπίστικη μουσική. Ακούγονταν μόνο το θρόισμα των φύλλων, τα πουλιά, τα τζιτζίκια, οι δικές μας φωνές και κάπου-κάπου, όταν κάποιος έριχνε κέρμα στο τζουκ μποξ, ο Μενιδιάτης, η Μαίρη Λίντα, ο Μπιθικώτσης: «Πετραδάκι πετραδάκι», «Ηλιοβασιλέματα», «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ».
Λίγα χρόνια αργότερα, όλα άλλαξαν. Οι βενζίνες (φωτογραφία από τη συλλογή του Βασίλη Χολέβα) έδωσαν τη θέση τους στα καραβάκια και οι φωστήρες της πόλης είχαν τη φαεινή ιδέα να μετατρέψουν την Παμβώτιδα από ζωντανή λίμνη σε νεκρή πισίνα: Τοίχος στη θέση της φυσικής όχθης για να μη μπορούν να αυτοκαθαρίζονται τα νερά, μπαζώματα και μετατροπή τεράστιων τμημάτων της λίμνης σε χωράφια, γήπεδα, δρόμους, ταβέρνες. Καταστροφή του σπάνιου υγροβιότοπου, της πλούσιας πανίδας και χλωρίδας, αποκοπή της Παμβώτιδας από τις πηγές και τις καταβόθρες που ανανέωναν τα νερά της.
Αποτέλεσμα: Την ηλικίας εκατομμυρίων χρόνων λίμνη την κατέστρεψαν μέσα σε λίγες δεκαετίες και αργοπεθαίνει. Γίνεται σταδιακά βάλτος. Βρόμικα και δύσοσμα τα νερά, κανένας πια δεν τολμά να κολυμπήσει, τα πιο πολλά είδη ψαριών έχουν εξαφανιστεί. Τα ταβερνάκια όπου τρώγαμε καραβίδες και λιμνίσια ψάρια, τώρα σερβίρουν… κοντοσούβλια.
Οι φωστήρες της πόλης μας, όμως, τον χαβά τους. Αντί να επανορθώσουν, αντί όπου ήταν λίμνη να ξαναγίνει λίμνη, συνεχίζουν απτόητοι τις ολέθριες παρεμβάσεις-ρουσφέτια. Ας πεθάνει η λίμνη, ας πεθάνει η πόλη. Τα ψηφαλάκια των καταπατητών πάνω απ’ όλα.