ΗΓΕΤΕΣ ΚΑΙ «ΗΓΕΤΕΣ»

Του Θωμά Νούσια

Το λέει η λέξη: Ο ηγέτης προ-ηγείται. Πάει μπροστά και δείχνει τον δρόμο. Δεν πάει όπου φυσάει ο άνεμος, δεν τον σέρνουν από τη μύτη οι εθνικοί νταβατζήδες.

Πήγαιναν μπροστά και έδειχναν τον δρόμο Πρόεδροι της Δημοκρατίας όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, πρωθυπουργοί όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, πολιτικοί αρχηγοί όπως ο Ηλιού, ο Φλωράκης, ο Κύρκος.

Πρωτοπορούσαν και έχτιζαν αυτά που γκρεμίζουν οι σημερινοί: Δωρεάν υγεία, δωρεάν παιδεία, αδιάβλητο σύστημα προσλήψεων, Ανεξάρτητες Αρχές για χτύπημα της διαφθοράς, των καρτέλ, των ληστρικών ανατιμήσεων. Για διαφάνεια, για ίσα δικαιώματα, για κανόνες στη λειτουργία των ΜΜΕ. Για «βάθεμα και πλάτεμα της Δημοκρατίας» όπως έλεγε ο Ανδρέας.

Έμπαιναν στην πολιτική πλούσιοι και έφευγαν φτωχοί. Αντίθετα με τους σημερινούς. Ο Στεφανόπουλος επέστρεφε τα εκατομμύρια της κρατικής επιχορήγησης που νόμιμα δίνονταν στο κόμμα του. Αρνιόταν να τα δεχτεί! Σήμερα δυο κόμματα μάς έχουν φεσώσει με ένα δισ. δανεικά κι αγύριστα.

Κάποιοι πρωθυπουργοί μας είχαν παγκόσμια αναγνώριση για τις μεγάλες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες τους. Δεν γίνονταν όπως τώρα πρωτοσέλιδα στον διεθνή τύπο για σκάνδαλα, μαφιόζικες υποκλοπές, εκβιασμούς, εξαγορά δικαστών και μιντιαρχών.

Τους εγκληματίες πολέμου που δολοφονούν νήπια δεν τους χώριζαν σε καλούς και κακούς. Απευθύνονταν στους ξένους ηγέτες ως ίσοι προς ίσους και διεκδικούσαν. Δεν ήταν δουλοπρεπείς, δεν έλεγαν «ναι» σε όλα.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης στέκονταν σταθερά απέναντι σε κάθε αυθαιρεσία και βρομιά της εξουσίας. Η ευαισθησία τους δεν ήταν επιλεκτική, δεν γίνονταν πολλά από αυτά συνένοχοι σε κουκουλώματα, δεν έλεγαν με τη στάση τους «μαζί τα φάγαμε!».

Οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας μιλούσαν μόνο όταν είχαν κάτι σημαντικό να πουν. Δεν γίνονταν μαϊντανοί, δεν εκφωνούσαν εκθέσεις ιδεών, δεν συμπεριφέρονταν σαν κυβερνητικοί υπάλληλοι, δεν πάθαιναν αφωνία μπροστά στα σημεία και τέρατα. Στη μνημειώδη ομιλία του ενώπιον τού Κλίντον, ο Κωστής Στεφανόπουλος τόλμησε να πει σκληρές αλήθειες και να «τα ψάλει» στον Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος τον άκουγε με σκυμμένο το κεφάλι.

Εκεί που κρέμαγαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμάνε οι γύφτοι τα νταούλια. Ο θρίαμβος της ασημαντότητας. Ο βασιλιάς είναι γυμνός αλλά κανένας δεν το βλέπει. Έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν και είμαστε άξιοι της μοίρας μας.

Με την ψήφο μου και τη σιωπή μου σκύβω το κεφάλι στις μαφίες: της πολιτικής, της ενέργειας, των καυσίμων, των τροφίμων, των τραπεζών, των δημοσίων έργων, των ΜΜΕ. Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!

Σε βουλευτικές, αυτοδιοικητικές και εσωκομματικές εκλογές, επιλέγω κατά κανόνα διεφθαρμένους και ανίκανους. Άδειους τενεκέδες σαματατζήδες και φιγουρατζήδες. Άτομα που στη δουλειά μου δεν θα τα έπαιρνα ούτε για κλητήρες. Βλέπω ως σωτήρες αυτούς που λεηλατούν τη χώρα μου και τη ζωή μου σαν στρατός κατοχής. Η απόλυτη παράνοια, η απόλυτη παρακμή.

Καμαρώνω γιατί στην πατρίδα μου γεννήθηκε η Δημοκρατία, αλλά σφυρίζω αδιάφορα για το κατάντημα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Στις δημοκρατίες η Βουλή, η Δικαιοσύνη και ο Τύπος ελέγχουν την κυβέρνηση. Ερευνούν και αποκαλύπτουν. Μόνο σε τριτοκοσμικές μπανανίες γίνονται υπηρέτες της κυβέρνησης και συγκαλύπτουν.

Μοιράζουν εκατομμύρια στα Μέσα Ενημέρωσης. Δικά μου λεφτά. Για να με φλομώνουν στο ψέμα, για να μη τους ξεκολλάει κανένας από την εξουσία και την κουτάλα. Και δεν μου καίγεται καρφί. Πιάνονται με τη γίδα στην πλάτη, τους κοριούς στο αφτί και «αδιευκρίνιστα» ποσά στους λογαριασμούς τους και οι εισαγγελείς «κλώθουν». Και δεν βράζω από οργή.

Κομπάζω για Πλάτωνα και Αριστοτέλη, Όμηρο και Φειδία. Για Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, Σεφέρη και Ελύτη. Και επιλέγω σκουπίδια για την ψυχαγωγία μου, βοθρολύματα για την ενημέρωσή μου.

Πάρτι δισεκατομμυρίων σε υπουργεία, περιφέρειες, δήμους. Πλιάτσικο. Αντιπολίτευση που αλληλοσπαράσσεται, εισαγγελείς και δημοσιογράφοι που κάνουν την πάπια, λαός που παρακολουθεί απαθής. Δημοκρατία, ισονομία και κράτος Δικαίου πήγαν περίπατο, η σαπίλα έγινε θανατηφόρα γάγγραινα. Βρομάει πτωμαΐνη!

«Η ανοχή και η απάθεια είναι οι τελευταίες ”αρετές” μιας κοινωνίας που πεθαίνει», λέει ο Αριστοτέλης. Η δική μας κοινωνία πεθαίνει; Ή έχει πεθάνει και δεν το ξέρει;