Γιάννινα, 1951. Μπουγάδα στη σκάφη σε προσφυγικό καταυλισμό. Φωτογραφία του David Seymour.
Με τον ίδιο τρόπο έπλεναν τα ρούχα και στα σπίτια. Από το πηγάδι, την δημοτική βρύση της γειτονιάς ή τη στέρνα, κουβαλούσαν με μεγάλους γκαζοτενεκέδες νερό στο πλυσταριό, στο βάθος του κήπου, όπου άναβαν φωτιά και ζέσταιναν την αλισίβα (νερό με στάχτη) σε ένα μεγάλο καζάνι.
Το πλύσιμο γινόταν σε ξύλινη σκάφη με μεταλλική επένδυση. Απορρυπαντικά η στάχτη και το πράσινο σαπούνι, λευκαντικά το λουλάκι και η βαρικίνα.
Στο σπίτι μου κάθε Δευτέρα ερχόταν η κυρα-Μυγδάλω, η παραδουλεύτρα που βοηθούσε τη μητέρα μου στη μπουγάδα. Όταν αποκτήσαμε το πρώτο ηλεκτρικό πλυντήριο, ο παππούς στεκόταν και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τα ρούχα που ανακατεύονταν στις περιστροφές του κάδου. «Τι κοιτάς παππού;». «Κοιτάω πώς δουλεύει αυτή η ηλεκτρική κυρα-Μυγδάλω».