Στη βαριά ξύλινη εξώπορτα υπάρχει ακόμα η πινακίδα: «Λέανδρος Λάζαρος, ιατρός».
Τον καλούσαμε και ερχόταν στο σπίτι με το ποδήλατό του σε τρία λεπτά.
– Πόσο κάνει η επίσκεψη, γιατρέ;
– Ένα εικοσάρι! (είκοσι δραχμές).
Το ποδήλατο το αντικατέστησε διαδοχικά με μηχανάκι, βέσπα, Φιατάκι και Άλφα Ρομέο. Δεν άλλαξε, όμως, ποτέ την παλιά δερμάτινη τσάντα του, από όπου έβγαζε στηθοσκόπιο, πιεσόμετρο, σύριγγα, φάρμακα, συνταγολόγιο.
«Τι έχεις παιδί;», με ρωτούσε στις παιδικές μου αρρώστιες πριν αρχίσει την εξέταση. Παιδί με φώναζε κι όταν μεγάλωσα. Ποτέ με το όνομά μου.
Τον άκουγα να δίνει οδηγίες στους γονείς μου και μου έκαναν εντύπωση κάτι περίεργες λέξεις σε -ίνη: Πενικιλίνη, ερυθρομυκίνη, στρεπτομυκίνη, ωραιομυκίνη. Ήταν τα νέα τότε θαυματουργά φάρμακα, τα αντιβιοτικά. Νίκησαν τη φυματίωση και τις άλλες μάστιγες που θέριζαν κόσμο.
Φιλικός, λιγόλογος, γρήγορος, στις διαγνώσεις δεν έπεφτε ποτέ έξω. Πηγαίναμε και στο ιατρείο του αν χρειαζόταν, για ακτινοσκόπηση στο πρωτοποριακό για την εποχή μηχάνημά του.
Το σπίτι και ιατρείο της οδού Σούτσου 1, στο Μώλο, χαρακτηριστικό δείγμα παλιάς γιαννιώτικης κατοικίας, παραμένει όπως το θυμούνται όσοι το επισκέπτονταν ως ασθενείς του Λάζαρου τις πέντε πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Η φωτογραφία είναι από τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1974). Δίπλα στα «πεταχτά» παράθυρα του ισόγειου ιατρείου του Λέανδρου Λάζαρου περνάει το μπουλούκι: Εύα Κοταμανίδου, Βαγγέλης Καζάν, Στράτος Παχής, Αλίκη Γεωργούλη.
ΘΩΜΑΣ ΝΟΥΣΙΑΣ