Στα παιδικά μας χρόνια, παίζαμε με την άμμο και τα βότσαλα, μπαίναμε και μέσα στο νερό προσπαθώντας να πιάσουμε με τα χέρια τα μικρά ψαράκια. Οι βενζίνες που περνούσαν για το Νησί σχημάτιζαν κυματισμό και η λίμνη αυτοκαθαριζόταν βγάζοντας στην όχθη κάθε βρωμιά. Ήταν πεντακάθαρη, γιατί οι «φωστήρες» της πόλης δεν την είχαν μετατρέψει ακόμα σε πισίνα. Δεν είχαν προχωρήσει στην εκβάθυνση, δεν είχαν τσιμεντώσει την όχθη και τις πηγές της, δεν είχαν μπαζώσει μεγάλα τμήματά της για να τα κάνουν χωράφια, γήπεδα, ταβέρνες, πτηνοτροφεία.
Οι «μεγάλοι» μάς φώναζαν να αφήσουμε τα παιχνίδια και να τρέξουμε στο τραπέζι. Το γκαρσόνι είχε φέρει τη βανίλια-υποβρύχιο, το περγαμόντο και τη λεμονάδα ΦΙΞ και μαζεύονταν σφήκες. Σε λίγο θα περνούσε ο Αντωνάκης ο φιστικάς και ο Ιορδάνης με τις κόκκινες ψημένες καραβίδες στο ταψί. Οι ίδιοι απολάμβαναν το ουζάκι τους με έξτρα μεζέ κάτω από τον ίσκιο των πλατάνων, χωρίς τα σημερινά κουβούκλια και την εκκωφαντική μουσική. Ακουγόταν μόνο το θρόισμα των φύλλων, οι δικές μας φωνές και κάπου-κάπου, όταν κάποιος έριχνε νόμισμα στο τζουκ μποξ, ο Μενιδιάτης, η Μαίρη Λίντα, ο Μπιθικώτσης: «Πετραδάκι πετραδάκι», «Ηλιοβασιλέματα», «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ»…