ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑΚΙ



Τα παιδιά του ’50 και του ’60 δεν ζητάγαμε δώρα. Ξέραμε πως… «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».

Κολλάγαμε το μουτράκι στη βιτρίνα και θαυμάζαμε σιωπηλά το αντικείμενο του πόθου μας. Κρυφός καημός. Όπως στη φωτογραφία του Μεγαλοκονόμου και του Μουσείου Μπενάκη.

«Είναι πανάκριβο, ξέχασέ το», μου το ξέκοψε ο πατέρας μου για το κατακόκκινο αυτοκινητάκι που λαχταρούσα. Ήταν από αυτά που καθόσουν μέσα και τα οδηγούσες με τιμόνι και πετάλια. Και ήταν στο μαγαζί παιχνιδιών του Στασινού, στην Κρυστάλλη.

Λίγα λεπτά πριν μπει ο νέος χρόνος, χτυπάει η πόρτα και βλέπω την αγαπημένη θεία να κουβαλάει το κόκκινο αυτοκινητάκι: «Ευτυχισμένο το 1960!».
Δεν ήταν καθόλου πλούσια. Απλώς έβαζε τη χαρά ενός παιδιού πάνω από το πώς θα πληρώσει τον μπακάλη.

Στη γιορτή του κατέφτανε τότε ο Άι-Βασίλης με το έλκηθρο. Δεν ερχόταν χριστουγεννιάτικα με τους καλικάντζαρους όπως τώρα.

Δεν έφερνε τάμπλετ και games αλλά τσίγκινα αυτοκινητάκια, λαστιχένιες μπάλες, μολυβένια στρατιωτάκια, γυάλινους βώλους.

Τα έτοιμα παιδικά παιχνίδια μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήταν πολυτέλεια. Τις κούκλες τις έφτιαχνε η μαμά με κουρέλια, τα αυτοκινητάκια ο μπαμπάς με σανίδες και ρουλεμάν.

Ύστερα ήρθαν τα πρώτα αγοραστά από ξύλο, μέταλλο, ύφασμα, χαρτί, πριν κυριαρχήσουν στην αγορά τα πλαστικά, τα ηλεκτρικά, τα ηλεκτρονικά. Και πριν οι αλυσίδες των κολοσσών με τις καρα-κιτς διαφημίσεις εκτοπίσουν τα ντόπια μαγαζάκια παιχνιδιών.
ΘΩΜΑΣ ΝΟΥΣΙΑΣ