Ο «ΔΕΞΙΟΣ» ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Του Θωμά Νούσια

Φίλος τού Κων. Καραμανλή (κάθε Κυριακή έτρωγαν μαζί), δεν συμπαθούσε το ΠΑΣΟΚ, δεν ανήκε στην αριστερά. Τον θεωρούσαν δεξιό και σίγουρα δεν ήταν αριστερός. Ήταν πιο αριστερός από τους αριστερούς.

«Ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων με μολότοφ κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό με πιστόλι, εγώ είμαι πάντα με το μέρος του παιδιού». Ένα από τα σχόλια του «δεξιού» Μάνου Χατζιδάκι.

«Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση των κομμουνιστών. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης». Από άρθρο του Χατζιδάκι στο περιοδικό ΤΕΤΑΡΤΟ.

Ο Χατζιδάκις, όπως και ο Θεοδωράκης, δεν μάσαγε τα λόγια του. Δεν δίσταζε να λέει αλήθειες που πονάνε και να ανοίγει μέτωπα: Με τους δεξιούς υπουργούς τού φίλου του, με τους σοσιαλιστές τού Ανδρέα, με τον μιντιακό λαϊκισμό-φασισμό, με τους πλαστογράφους της Ιστορίας.

Ο Χατζιδάκις έφυγε, η μουσική του μένει. Αυτό που μας λείπει είναι οι αλήθειες του. Οι σημερινοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες κάνουν ό,τι έκαναν πάντα: την πάπια. Ό,τι έκαναν οι «αθάνατοι» της Ακαδημίας Αθηνών όταν χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό τις παραληρηματικές ασυναρτησίες του δικτάτορα Παπαδόπουλου μέσα στον ναό του πνεύματος.

Δεν ήταν μόνο τα λόγια του, ήταν και οι πράξεις του. Για τους δικούς του ανθρώπους ήταν μυστήριο το πού εξαφανιζόταν ο Μάνος κάθε Σάββατο. Το μυστήριο λύθηκε μετά τον θάνατό του. Ο ταξιτζής του αποκάλυψε πως κάθε Σάββατο ο Χατζιδάκις επισκεπτόταν άπορους, άρρωστους και μόνους υπερήλικες και έδινε στον καθένα από έναν φάκελο. Τους μοίραζε το βδομαδιάτικό τους.

Γυρνώντας ένα βράδυ σπίτι του, βρήκε μέσα έναν διαρρήκτη που, προσπαθώντας να ξεφύγει, έπεσε από τη βεράντα και τραυματίστηκε σοβαρά. Ο Χατζιδάκις μπήκε μαζί του στο ασθενοφόρο, τον πήγε στο πιο ακριβό ιδιωτικό νοσοκομείο και έμεινε δίπλα του ξάγρυπνος όλη τη νύχτα να τον φροντίζει. Έφυγε μόνο όταν βεβαιώθηκε πως ο τραυματισμένος διέφυγε τον κίνδυνο και αφού τού πλήρωσε προκαταβολικά τα έξοδα για όλες τις μέρες της νοσηλείας του.

Μου φαίνεται απίστευτο πως κάποτε ήπια καφέ μαζί του. Συνέντευξη με τον Μάνο Χατζιδάκι; Πώς τόλμησα; Το θράσος της άγνοιας.

1980. Έχει έρθει στα Γιάννινα για συναυλία στο «Παλλάδιο». Του τηλεφωνώ στο «Ξενία», σίγουρος ότι θα αρνηθεί. Λέει αμέσως «ναι» και μου κλείνει ραντεβού.

Είναι η εποχή του μυθικού χατζιδακικού Τρίτου Προγράμματος. Όλη η Ελλάδα μιλάει για τον αντισυμβατικό συνθέτη και διανοούμενο που με τα σχόλιά του εισάγει καινά δαιμόνια και «βγάζει τη γλώσσα» στο συντηρητικό κατεστημένο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νανάς Τσαλδάρης και οι άλλοι ατσαλάκωτοι και αγέλαστοι Ηρακλείς της εθνικοφροσύνης τραβάνε τα μαλλιά τους. Δεν μπορούν να τον πειράξουν γιατί είναι φίλος του «Μεγάλου».

Πιάνω τραπέζι στο εστιατόριο του «Ξενία» και περιμένω. Έχω ακούσει πως ξεχνάει τα ραντεβού του ή πάει με καθυστέρηση ωρών. Στο δικό μας ραντεβού είναι Εγγλέζος. Και είναι στα κέφια του.
– Φαίνεστε μια χαρά, κύριε Χατζιδάκι. Ξεπεράστηκαν τα προβλήματα υγείας;
– Αγαπητέ μου, πετύχατε διάνα! Πρόσφατα έπαθα και δεύτερο έμφραγμα!

Παράγγειλε τους καφέδες μας.
– Πριν αρχίσετε εσείς τις ερωτήσεις, να ρωτήσω κάτι εγώ; Η εφημερίδα που εργάζεστε με ποιο κόμμα είναι;
– Αδέσμευτη!
Χαμογέλασε συνωμοτικά:
– Ελάτε τώρα! Μεταξύ μας. Τι ρόλο παίζει;
Του είπα κάποια πράγματα.
– Τώρα μάλιστα! Συνεννοηθήκαμε! Όχι αδέσμευτη και παραμύθια!

– Κύριε Χατζιδάκι, ξέρω ότι συνεντεύξεις δίνετε πολύ σπάνια και μόνο σε δημοσιογράφους που γνωρίζετε καλά και εμπιστεύεστε. Σ’ εμένα, έναν άγνωστο νεαρό συντάκτη επαρχιακής εφημερίδας, πώς το αποφασίσατε;
– Στη φωνή σας, στο τηλέφωνο, διέκρινα πολύ τρακ. Γι’ αυτό σας εμπιστεύτηκα! Κατάλαβα πως είστε υπεύθυνο άτομο και θα μεταφέρετε στους αναγνώστες σας με προσοχή αυτά που θα σας πω. Οι ανεύθυνοι δεν παθαίνουν τρακ.

Μου μίλησε για τα σχέδιά του στο Τρίτο Πρόγραμμα, για τους δίσκους και τις συναυλίες που ετοίμαζε, για την Ορχήστρα των Χρωμάτων που τότε ήταν στα σκαριά και χωρίς όνομα. Του είπα πως η γενιά μου μεγάλωσε με τις μελωδίες τις δικές του και του Θεοδωράκη. Πως τις ακούγαμε παντού από ραδιόφωνα, τζουκ μποξ, μεγάφωνα καφενείων και κινηματογράφων, ήταν διάχυτες στην ατμόσφαιρα.

– «Αλήθεια, γιατί τα παλιά σας τραγούδια ήταν χαρούμενα ενώ τα νεότερα αποπνέουν μια μελαγχολία;», τον ρώτησα με όλη την αφέλεια και την ασχετοσύνη μου.
Με κοίταξε ανθυπομειδιώντας, σαν να μην είχε αποφασίσει αν έπρεπε να θυμώσει ή να γελάσει.
– «Και δεν μου λέτε, ποιο από τα παλιά χαρούμενα τραγούδια μου είναι πιο χαρούμενο; Μήπως το ”Νιάου βρε γατούλα”;».
Είχα καταφέρει να τον κάνω έξαλλο. Μου εξήγησε πως εκνευρίζεται όταν του θυμίζουν τα «κινηματογραφικά» τραγούδια του (φωτογραφία), γιατί δεν τον εκφράζουν, τα έγραφε για να βγάζει το ψωμί του.

Θυμάμαι την κουβέντα με τον Χατζιδάκι κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ακούγοντας τις εκπομπές για την επέτειο του θανάτου του (15 Ιουνίου 1994). Από την ΕΡΤ φυσικά. Για τα ιδιωτικά κανάλια και ραδιόφωνα, με εξαιρέσεις μετρημένες στα δάχτυλα του μισού χεριού, τα ονόματα των πραγματικά μεγάλων αποτελούν άγνωστες λέξεις. Είναι απασχολημένα με τα σκουπίδια που μας ταΐζουν εδώ και τριάντα πέντε χρόνια.