Ο ΗΓΕΤΗΣ δεν μασάει τα λόγια του. Τα λέει έξω απ’ τα δόντια ακόμα και στον πλανητάρχη. Όπως τα έλεγε ο Στεφανόπουλος. Η ομιλία του ενώπιον του Κλίντον μάς έκανε περήφανους ως Έλληνες και διδάσκεται στα σχολεία.
ΟΙ ΗΓΕΤΙΣΚΟΙ κάνουν τεμενάδες. Όπως οι σημερινοί. Γλείφουν ακόμα και τους κολαούζους των ισχυρών.
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΡΕΜΑΓΑΝ οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμάνε οι νταουλιέρηδες τα νταούλια.
Ο ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ αρνιόταν να δεχτεί τα εκατομμύρια της κρατικής επιχορήγησης για το κόμμα του. Τα γύριζε πίσω. Τα έξοδα του κόμματός του τα πλήρωνε εκποιώντας την προσωπική του περιουσία. Τώρα δυο κόμματα μάς έχουν φεσώσει με ένα δισ. δανεικά κι αγύριστα. Και μας κουνάνε και το δάχτυλο.
«ΣΑΣ ΧΡΩΣΤΑΩ πολλά», είπα στον Κωστή Στεφανόπουλο την τελευταία φορά που τον επισκέφτηκα στο λιτό γραφείο του, λίγο πριν φύγει από τη ζωή. «Χάρη σ’ εσάς πέταξα τις παρωπίδες, είδα τα πράγματα πιο καθαρά, έκανα και… στροφή προς τα αριστερά».
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ του με ξάφνιασε: – «Μα, το ίδιο συνέβη και σ’ εμένα, Θωμά! Όσο ήμουν στη Νέα Δημοκρατία, έβλεπα όλα τα καλά από ‘δω, όλα τα άσχημα στους απέναντι. Μετά είδα πως δεν είναι έτσι».
ΔΕΝ ΔΙΣΤΑΖΕ να παραδεχτεί λάθη, να αναθεωρήσει απόψεις, να γίνει «κόκκινο πανί» για πρώην ομοϊδεάτες.
ΤΟ ΛΕΕΙ Η ΛΕΞΗ: Ο ηγέτης προ-ηγείται. Πάει μπροστά και δείχνει τον δρόμο. Όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος. Δεν πάει όπου φυσάει ο άνεμος, δεν τον σέρνουν από τη μύτη οι ντόπιοι και ξένοι «νταβατζήδες».
ΗΓΕΤΗΣ είναι το φωτεινό παράδειγμα. Όχι ο βουτηγμένος μέχρι τον λαιμό στη διαπλοκή και τη σαπίλα. Όχι αυτός που απ’ όπου και να τον πιάσεις λερώνεσαι. Που όποια πέτρα σκανδάλου και να σηκώσεις τον βρίσκεις από κάτω.
Ο ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ πήγαινε κόντρα στο ρεύμα. Κόντρα και στο δικό του προσωπικό και κομματικό συμφέρον. Επέλεγε να είναι χρήσιμος και όχι ευχάριστος.
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ των μπλε και πράσινων καφενείων, όταν ο φανατισμός χτυπούσε κόκκινο, ο Στεφανόπουλος ίδρυσε την «Δημοκρατική Ανανέωση» και μίλησε τη γλώσσα της αλήθειας και της μετριοπάθειας.
ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ «βρόμικο ’89», όταν η δεξιά και η αριστερά ζητούσαν την κεφαλή του Ανδρέα Παπανδρέου επί πίνακι, ήταν ο μόνος πολιτικός αρχηγός που είπε «όχι» στην παραπομπή του. Ο μόνος που επισήμανε, ως άριστος ποινικολόγος, πως δεν καθίζεις έναν πρωθυπουργό στο σκαμνί χωρίς κανένα στοιχείο σε βάρος του. Και δικαιώθηκε.
ΗΤΑΝ Ο ΜΟΝΟΣ που κατήγγειλε την απόφαση-σκάνδαλο οι τηλεοπτικές άδειες να δοθούν όπως δόθηκαν στο τραστ των μεγαλοεκδοτών. Εδώ κι αν δικαιώθηκε! Αλλά το πλήρωσε ακριβά. Οι εκδότες-καναλάρχες τον «έθαψαν». Δεν ξαναβγήκε ούτε βουλευτής.
ΞΕΧΩΡΙΣΕ και ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σε αντίθεση με κάποιους από τους μεταγενέστερους, το ύπατο αξίωμα δεν ήταν η ανταμοιβή του για εξυπηρέτηση συμφερόντων. Ούτε για κουκούλωμα κακουργημάτων.
ΜΙΛΟΥΣΕ για καυτά ζητήματα όπως η διαφθορά και οι δηλώσεις του γίνονταν πρώτο θέμα. Δεν εκφωνούσε ανούσιους και βαρετούς λόγους-εκθέσεις ιδεών, δεν γινόταν μαϊντανός σε φιέστες και πανηγύρια.
ΔΕΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΟΤΑΝ σαν κυβερνητικός υπάλληλος. Δεν πάθαινε αφωνία μπροστά σε κοινοβουλευτικά και δικαστικά πραξικοπήματα.
ΤΟΥΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ πολέμου που δολοφονούν νήπια δεν τους χώριζε σε καλούς και κακούς.
ΑΠΕΥΘΥΝΟΤΑΝ στους ξένους ηγέτες ως ίσος προς ίσους. Δεν ήταν δουλοπρεπής, δεν έλεγε «ναι» σε όλα.
ΔΕΧΟΤΑΝ ευχαρίστως στο Προεδρικό Μέγαρο κάθε πολίτη που ήθελε να του μιλήσει. Ό,τι κι αν ήταν. Εργάτης, αγρότης, άνεργος.
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ μέρος του προεδρικού μισθού του το διέθετε με απόλυτη μυστικότητα σε άτομα που χρειάζονταν βοήθεια. Τα οποία δεν έμαθαν ποτέ ποιος έστελνε τα χρήματα.
ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ μας συνάντηση θυμήθηκε όλους τους κοινούς μας φίλους. Με ρώτησε αν ζει ο πατέρας του Γιάννη κι αν έχουν δουλειά τα παιδιά τού Νίκου. Ζήτησε να μάθει σε ποιο σημείο ήταν το παλιό στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων, όπου νοσηλεύτηκε ως φαντάρος το 1950.
ΜΕ ΣΥΝΟΔΕΨΕ μέχρι το ασανσέρ και με αποχαιρέτησε λέγοντας: – «Θέλω να ξανάρθω. Να σας δω όλους, να ανέβω στην Κόνιτσα και να περπατήσω ως την Αγία Βαρβάρα, όπως όταν ήμουν νεαρός. Αλλά γέρασα και με κουράζουν τα ταξίδια».
ΣΗΜΕΡΑ, εννέα χρόνια από τον θάνατό του, ήρθε στο νου μου μια απάντηση που έδωσε τη μέρα που αποχώρησε από την Προεδρία: – «Για πόσο καιρό πιστεύετε πως θα σας θυμούνται οι Έλληνες;», τον ρώτησε μια δημοσιογράφος. – «Για μια μέρα!», είπε αμέσως. Και δεν έπεσε έξω.