Ο κυρ-Κώστας ο Τάσσης, ο γαλατάς, με τα γκιούμια φορτωμένα στο μηχανάκι του. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 κουβαλούσε κάθε πρωί γάλα από την Κατσικά και το μοίραζε στα σπίτια των μόνιμων πελατών και φίλων του, με ποδήλατο στην αρχή, με μηχανάκι στη συνέχεια. Δεν είχε γίνει ακόμα η γαλακτοβιομηχανία «Δωδώνη» και το γάλα πωλούνταν χύμα. Οι γαλατάδες το έφερναν στα Γιάννινα φρεσκοαρμεγμένο από τα γύρω χωριά μέσα σε γκιούμια και οι νοικοκυρές έβγαιναν στην πόρτα με κατσαρόλες και μπουκάλια:
— «Σαν πολύ νερουλό δεν είναι σήμερα το γάλα σου, κυρ-Μήτσο;».
— «Να πέσει φωτιά να με κάψει αν το νέρωσα, κυρα-Λένη μου! Ίσως έπεσε καμιά σταγόνα απ’ τη βροχή»…