Του Θωμά Νούσια
Το όνομα Σεραφείμ Τίκας συνδέθηκε με μια κρίσιμη και καθοριστική για την περιοχή μας περίοδο. Ήταν μητροπολίτης Ιωαννίνων 16 χρόνια, από το 1958 μέχρι το 1974 που έγινε αρχιεπίσκοπος.
Αντάρτης ή πολιτικός; Χουντικός ή προοδευτικός; Ο μητροπολίτης Σεραφείμ, αντάρτης του Ζέρβα στα νιάτα του, υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ιεράρχη. Οπλοφορούσε, κάπνιζε, μιλούσε σαν χωριάτης, γινόταν έξαλλος, έβαζε τις φωνές και έβριζε σαν μαουνιέρης, αλλά δεν κρατούσε κακία. Αντίθετα, συχνά ευεργετούσε ανθρώπους που τον πολεμούσαν.
Έμαθε ότι στενός συνεργάτης του τον συκοφαντούσε πίσω από την πλάτη του και η μόνη αντίδρασή του ήταν: «Αν ξέρετε πού πουλάνε μυαλό, πέστε του να πάει να αγοράσει!». Κάποιος μητροπολίτης ανακατευόταν στα πολιτικά με ανόητες δηλώσεις. «Ποιος σε έκανε δεσπότη;», τον ρωτάει ο Σεραφείμ. «Εσείς». «Να και σε μένα, να και σε σένα!», ξεσπάει ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ και δίνει δυο μεγαλοπρεπείς μούντζες, μια στα δικά του μούτρα και μια στον άλλον. Κάποτε, καθώς μιλούσε με τον Καραμανλή, του έπεσε από την τσέπη ένα πιστόλι. «Α, αυτό το μαραφέτι δεν το αποχωρίζομαι ποτέ!», είπε στον κατάπληκτο Πρόεδρο.
Δεν φημιζόταν για τη μόρφωσή του, διέθετε όμως σύνεση, λαϊκή σοφία και πρακτικό μυαλό, σε αντίθεση με πολλούς… παραμορφωμένους συναδέλφους του. Τα μόνα βιβλία που διάβαζε τακτικά ήταν τα βιβλία… εσόδων-εξόδων, δεν έκανε ποτέ του μια ομιλία και βαριόταν θανάσιμα τα ατέλειωτα λογύδρια.
Μια Κυριακή, στη Μητρόπολη έβγαλε κήρυγμα από τον άμβωνα ένας αρχιμανδρίτης. Ο Σεραφείμ τον άκουγε μέσα από το Ιερό κοιτάζοντας με αδημονία το ρολόι του. Κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε, άνοιξε με πάταγο την Ωραία Πύλη και τον κατσάδιασε φωνάζοντας μπροστά στους άναυδους πιστούς: «Άντε πάτερ, σκόλα επί τέλους! Μεσημέριασε! Αποκοιμήθηκε ο κόσμος! Δεν είναι για χόρταση τα κηρύγματα!». Στις συζητήσεις με παρέες, ωστόσο, ήταν εγκάρδιος, διαχυτικός, ομιλητικότατος και εντυπωσίαζε γιατί έλεγε μεγάλες αλήθειες. Έμπαινε στην ουσία των θεμάτων μιλώντας απλά, χωριάτικα, χωρίς μεγαλοστομίες και πομφόλυγες. Ήταν πάντα ο εαυτός του, μιλούσε έξω απ’ τα δόντια και μισούσε τους υποκριτές και τους «δήθεν».
Με τις παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, τους «θεούσους» όπως τους έλεγε, είχε αμοιβαία αντιπάθεια. Το 1975, την ώρα που ως αρχιεπίσκοπος χειροτονούσε επίσκοπο τον διάδοχό του Θεόκλητο Σετάκη, μια ομάδα φανατικών «θεούσων» από τα Γιάννινα εισέβαλε στη Μητρόπολη της Αθήνας και προσπάθησε να διακόψει τη χειροτονία φωνάζοντας «ανάξιος» και προκαλώντας επεισόδια. Ο Σεραφείμ, ατάραχος, παίρνει το μικρόφωνο και λέει: «Ακούτε εδώ, φωνάξτε όσο θέλετε! Εσείς θα βραχνιάσετε! Εμένα δεν ιδρώνει το αφτί μου!».
Συνέβαλε στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ως επικεφαλής της Επιτροπής Αγώνα και στην κατασκευή του κτηρίου της Δομπόλη και της Πανεπιστημιούπολης Δουρούτης με την παραχώρηση εκτάσεων από δωρεές ευεργετών. Ως πρόεδρος της Επιτροπής Βορειοηπειρωτικού Αγώνα χειρίστηκε τα εθνικά θέματα με μετριοπάθεια, αποφεύγοντας τις ακρότητες άλλων.
Στο μέγα ζήτημα των κληροδοτημάτων των μεγάλων Ηπειρωτών ευεργετών, βέβαια, συνέχισε την τακτική του προκατόχου του, του Σπυρίδωνα Βλάχου, που είναι αντίθετη με τη βούληση των ίδιων των ευεργετών αλλά και με το Σύνταγμα. Κι αυτό γιατί καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε να έρθει σε ρήξη μαζί του και να αποκαταστήσει τη συνταγματική και ηθική τάξη.
Τον χαρακτήρισαν χουντικό λόγω της φιλίας του με τον Ιωαννίδη από την εποχή που ήταν μαζί στον ΕΔΕΣ. Τον είπαν και ιεράρχη παντός καιρού, γιατί αντάλλασσε αγκαλιές και φιλιά με όλους τους κατά καιρούς βασιλιάδες, δικτάτορες και δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες. Ο ίδιος απαντούσε ότι συνεργαζόταν με τους εκάστοτε κυβερνώντες για το συμφέρον της Εκκλησίας. Την ημέρα του πραξικοπήματος του 1967, πάντως, πήγε ανήσυχος στη Μεραρχία να μάθει τι συνέβη και αποχώρησε καθησυχασμένος όταν του είπαν ότι το νέο καθεστώς δεν σχεδίαζε αλλαγές μητροπολιτών…