Του Θωμά Νούσια
Κάθε 28 Οκτωβρίου έκανα επίσκεψη στον πατέρα μου.
– «Ωραία μέρα. Έχεις όρεξη για βόλτα;»
Περιττή η ερώτηση. Με περίμενε πανέτοιμος, με το παλτό και το καπέλο ανά χείρας.
– «Προς τα πού θέλεις να πάμε;»
Έδειχνε με το χέρι δυτικά. Εκείνη τη μέρα απέφευγε τις πολλές κουβέντες.
Ήξερα καλά τον προορισμό: Καλπάκι.
Από εκεί άλλες φορές πηγαίναμε αριστερά προς Πωγώνι και ελληνοαλβανικά σύνορα, άλλες δεξιά προς Γκραμπάλα και Ζαγόρι ή ευθεία προς Κόνιτσα.
Με πολλές στάσεις:
«Εδώ χάσαμε τον Κώστα, τον Πέτρο, τον Λευτέρη».
«Εδώ ο Μπάμπης τραυματίστηκε και έχασε το πόδι του».
«Εδώ οι Ιταλοί έπαθαν πανωλεθρία».
Θυμόταν τα πάντα με λεπτομέρειες που δεν συγκρατώ.
Η αναγκαστική σχολική παπαγαλία είχε κι ένα καλό: μας έκανε, εμάς τους μαθητές, να προσπερνάμε ονομασίες και αριθμούς και να ψάχνουμε την ουσία. Να απεχθανόμαστε τους ανούσιους, βαρετούς πανηγυρικούς λόγους που εκφωνούσαν με στόμφο στις εθνικές επετείους, τους γεμάτους χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες, μεγαλοστομίες, πομφόλυγες.
Η γενιά μας ήταν τυχερή. Μεγαλώσαμε με τους αυτόπτες μάρτυρες και πρωταγωνιστές των μεγάλων γεγονότων – τη ζωντανή ιστορία – μέσα στα σπίτια μας.
Από τους παππούδες μάθαμε για τους απελευθερωτικούς αγώνες του 1912-13, από τους γονείς για τον Πόλεμο του ’40 και την Κατοχή.
Μάθαμε και για γεγονότα-ταμπού, όπως η Εθνική Αντίσταση και ο Εμφύλιος, που για τα σχολικά μας βιβλία δεν έγιναν ποτέ.
Ακούσαμε και μεγάλες αλήθειες που δεν θα ακούγαμε ποτέ στο σχολειό και στους πανηγυρικούς.
Δεν μας μετέδωσαν τοπωνύμια και ημερομηνίες αλλά τραυματικές εμπειρίες, όνειρα, αγωνίες, ενθουσιασμούς, απογοητεύσεις.
Ίσως γι’ αυτό δεν συγχέουμε Γερμανούς με Πέρσες, το ’21 με το ’40 και τη Σαλαμίνα με την Κορυτσά – όπως κάποιοι νεότεροι.
Το ιδιότυπο ετήσιο προσκύνημα του πατέρα μου στα μέρη που πολέμησε το καθιερώσαμε χωρίς να το καταλάβουμε. Χωρίς να πούμε τίποτα.
Στην επιστροφή, άνοιγε το ντουλαπάκι του συνοδηγού και κάτι έψαχνε.
– «Τι θέλεις;»
Το παιχνίδι των περιττών ερωτήσεων. Ήθελε το CD του «Άξιον Εστί» (Ελύτης – Θεοδωράκης – Κατράκης – Μπιθικώτσης). Το απολάμβανε εκστασιασμένος και ζητούσε να ξανακούσει την «Πορεία προς το μέτωπο», την απαγγελία του Κατράκη.
Ήταν σαν να τα αφηγείται ο ίδιος. Είχα ακούσει άπειρες φορές από τον ίδιο αυτή την περιγραφή. Πολύ φυσικό, αφού τις ίδιες εμπειρίες έζησε κι ο Ελύτης. Διόλου απίθανο να μοιράστηκαν κάποια μέρα την ίδια μπαγιάτικη, μουσκεμένη από το χιόνι κουραμάνα.
Μετά το «Άξιον Εστί», αλλαγή CD και ύφους με Κηλαηδόνη:
«Πού να ‘σαι τώρα και σ’ έχω χάσει, μικρέ μου ήρωα, Γιώργο Θαλάσση…»
– «Αλήθεια, πατέρα, γιατί με κυνηγούσες όταν με έπιανες να διαβάζω “Μικρό Ήρωα”;»
Αινιγματικό μειδίαμα αντί απάντησης.