Περνάω καμιά φορά στα Εξάρχεια από τη «Μουριά» και λέω μια καλημέρα στον Δημήτρη Παπαχρήστο. Τη φωνή του Πολυτεχνείου:
«Αδέρφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι! Δεν θα πυροβολήσετε! Δεν θα σκοτώσετε τ’ αδέρφια σας!»
Ο Δημήτρης είναι η απάντηση στην ανοησία-καραμέλα πως τάχα τα παιδιά της εξέγερσης εξαργύρωσαν τους αγώνες τους. Χιλιάδες οι αγνοί αγωνιστές σαν τον Δημήτρη, μετρημένοι στα δάχτυλα όσοι εξαργύρωσαν.
Νέος φοιτητής στην Αθήνα τον Νοέμβρη του ’73, άκουσα στο τρανζιστοράκι το «Εδώ Πολυτεχνείο» και έτρεξα.
Πώς να μη μισήσεις τον φασισμό; Πώς να μη γίνεις ασυμβίβαστος δημοκράτης όταν ζεις τέτοιες συγκλονιστικές στιγμές στην εφηβεία σου;
Τη χούντα δεν την έριξε το Πολυτεχνείο. Τι πέτυχε τότε ο ξεσηκωμός των εικοσάρηδων του ’73; Γιατί λύσσαξαν να τον αμαυρώσουν τα κάθε λογής φασιστοειδή;
Το Πολυτεχνείο ξέπλυνε την ντροπή ενός ολόκληρου λαού που εφτά χρόνια ανέχτηκε αδιαμαρτύρητα τον εξευτελισμό. Ενός λαού-ραγιά που έσκυψε το κεφάλι. Όχι μόνο δεν αντιστάθηκε, αλλά και χειροκρότησε. Πλην ελαχίστων.
Την ιστορία τη γράφουν οι εξαιρέσεις. Οι λίγοι πάνε τον κόσμο μπροστά. Αυτοί προηγούνται και η μάζα ακολουθεί. Οι εικοσάρηδες του ’73 ήταν οι μπροστάρηδες.
Το σύνθημα «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία» είναι και σημερινό. Πιο σημερινό δεν γίνεται!
ΠΑΙΔΕΙΑ; Σκόπιμα υποβαθμισμένη η δημόσια, εμπόριο πτυχίων η ιδιωτική.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ; Μισό αιώνα από την πτώση της δικτατορίας, η δημοκρατία βρίσκεται και πάλι στο απόσπασμα. Στρατιωτικό πραξικόπημα τότε, κοινοβουλευτικά και δικαστικά πραξικοπήματα σήμερα.
Ελεύθεροι και ωραίοι όσοι πιάνονται με τη γίδα στην πλάτη, στο σκαμνί οι μάρτυρες που τους ξεμπροστιάζουν.
Χούντα των συνταγματαρχών την επταετία 1967–1974, χούντες και μαφίες πολιτικές, μιντιακές, οικονομικές και όχι μόνο το 2025. Πολίτευμα: Προεδρευομένη Ληστοκρατία.
Στον γύψο οι εξουσίες-πυλώνες της Δημοκρατίας τότε, στον γύψο και τώρα. Από το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» στο «έτσι γουστάρω και σε όποιον αρέσει». Από την ψευτοβουλή του Παπαδόπουλου στη Βουλή-θεραπαινίδα του πρωθυπουργού.
Από τους βασιλικούς επιτρόπους των έκτακτων στρατοδικείων, στους εισαγγελείς που «κλώθουν» και κουκουλώνουν. Από τους Γεωργαλάδες και τη χουντική προπαγάνδα της ΥΕΝΕΔ, στους «πετσωμένους» που κάνουν τη νύχτα, μέρα:
Εθνοσωτήρες αυτοί που μας βούλιαξαν, στο πυρ το εξώτερο αυτοί που μας ανέσυραν από τον βυθό και πήραμε ανάσα.
Ο «πτωχός πλην τίμιος» δικτάτορας, που ζούσε σαν Κροίσος στη βίλα Ωνάση, οι απευθείας αναθέσεις σε Παττακογαμπρούς και τα χρυσοφόρα «Τάματα του Έθνους» έδωσαν τη θέση τους στις ληστοσυμμορίες των Ζίμενς, των Νοβάρτις, των απευθείας αναθέσεων, των ανατιμήσεων-φωτιά.
Με τανκς επέβαλαν το ’67 τη χούντα τους μια χούφτα καραβανάδες, με τα εξαγορασμένα μίντια επιβάλλουν σήμερα τις δικές τους χούντες μια χούφτα «νταβατζήδες».
Η αποθέωση του «κιτς» με την αισθητική των άξεστων χουνταίων τότε, η απόλυτη παρακμή με ψυχαγωγικά και ενημερωτικά σκουπίδια τώρα.
Και ο Έλληνας τι κάνει; Ό,τι έκανε και στη δικτατορία του Παπαδόπουλου: Την πάπια. Προσκυνάει τους δυνάστες του: «Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!» Στηρίζει με την ψήφο του και τη σιωπή του το πλιάτσικο στη χώρα του και στη ζωή του. Επιλέγει λαμόγια, τενεκέδες, σούργελα — και περιμένει να τον σώσουν.
Μόνη ελπίδα, ένα νέο Πολυτεχνείο. Ένας ξεσηκωμός που θα μας βγάλει από το τέλμα. Χωρίς καταλήψεις, ντουντούκες και πανό αυτή τη φορά. Είναι περιττά.
Οι σημερινοί εικοσάρηδες διαθέτουν σύγχρονα όπλα όπως το Διαδίκτυο και τα Σόσιαλ Μίντια. Πάνω απ’ όλα, όμως, διαθέτουν το μεγάλο προνόμιο της ηλικίας τους: Μπορούν και «τα παίρνουν στο κρανίο».