Μπαΐλντσα απ’ του γκάιλα. Πλάνταξα, μούρθι κακιά αγκούσα, ταβλιάστκα καταή, σκιάχκα μη μούρθ νταμπλάς. Δεν έκατσα ιτς. Κόσιεψα στ’ Λιμνουπούλα, ξιζαρκώθκα κι πλιατσκαρίστκα ψίχα.
(Μη ζητήσετε αυτόματη μετάφραση, είναι απενεργοποιημένη).