ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ

Του Θωμά Νούσια


Στα Γιάννινα
των παιδικών μας χρόνων, το μεγάλο γεγονός κάθε χρονιάς ήταν η εμποροπανήγυρη, το παζάρι, που άρχιζε τέλη Αυγούστου. «Μεγάλη εμποροζωοπανήγυρις εν Ιωαννίνοις, εφάμιλλος της ΔΕΘ» (!), έγραφε στις ανακοινώσεις του ο Γόρης Σακκάς, ο δήμαρχος που το 1955 την καθιέρωσε με τη μορφή που τη γνωρίσαμε.

Θυμάμαι, νήπιο, τα εντυπωσιακά εγκαίνια των πρώτων χρόνων. Αγιασμός από τον μητροπολίτη Σεραφείμ, «δεκαρίσιος» λόγος από τον Γόρη, η φιλαρμονική να παιανίζει και τα πυροτεχνήματα να φωτίζουν τον ουρανό πάνω από την Παμβώτιδα. Παρόντες, βεβαίως, όλοι οι «επίσημοι», από νομάρχη και μέραρχο μέχρι προέδρους σωματείων. «Παρέστησαν άπασαι αι τοπικαί αρχαί μετά των συζύγων των» (!), έγραψε κάποτε εκπαιδευόμενος ρεπόρτερ.

Γιατί η εμποροπανήγυρη ήταν τόσο σημαντική για τα Γιάννινα τού ’50, τού ’60, τού ’70; Γιατί την αναπολούμε με νοσταλγία τόσα χρόνια μετά; Τρεις, νομίζω, οι λόγοι:

Πρώτον, ο κόσμος που συνέρρεε από όλο τον νομό έκανε -σε εποχές μεγάλης φτώχειας- φθηνές και καλές αγορές. Προμηθεύονταν όλα τα απαραίτητα για τον χειμώνα που πλησίαζε, εξασφάλιζε και την προίκα των κοριτσιών.

Δεύτερο, είχε την ευκαιρία να διασκεδάσει, να ξεφύγει από τη δύσκολη καθημερινότητα, να χαζέψει, να συναντήσει γνωστούς και φίλους, καθώς οι σημερινοί τρόποι ψυχαγωγίας ήταν άγνωστοι ή απλησίαστοι.

Και ο τρίτος και κυριότερος λόγος: Τη νοσταλγούμε γιατί μας θυμίζει τα παιδικά μας χρόνια…

Από την Κυρα-Φροσύνη μέχρι τη Σκάλα στήνονταν οι παράγκες των εμπόρων, Γιαννιωτών και ξένων. Βελέντζες, φλοκάτες, χαλιά, κεντήματα και υφαντά από το Μέκκειο και το Ορφανοτροφείο Θηλέων, ρούχα, παπούτσια, λευκά είδη (είδη προικός τα έλεγαν τότε), γυαλικά, πλαστικά παιχνίδια, πλαστικά λουλούδια, φτηνά κάδρα με τις τρεις χάριτες και τον πωλούντα επί πιστώσει…

Ομηρικοί οι καβγάδες του Στεφανάκη και της κυρα-Λίτσας, των δύο γραφικών και συμπαθέστατων πλανόδιων μικροπωλητών, που ο δήμος τους έβαζε πάντα σε διπλανές παράγκες, λες και το έκανε επίτηδες, ενώ οι παζαριώτες συναγωνίζονταν ποιος θα διαλαλήσει το εμπόρευμά του με το πιο ευρηματικό σλόγκαν, ξεκινώντας από τα κλισέ «πάρε πάρε πάρε» και «το αφεντικό τρελάθηκε».

Με το σούρουπο, άρχιζαν να ανάβουν τα φωτιστικά εκστρατείας: λάμπες πετρελαίου ή ασετιλίνης, λαμπάδες και «λουξ», που σκόρπιζαν στην ατμόσφαιρα τη χαρακτηριστική μυρωδιά. Όχι σπάνια, οι πρώτες φθινοπωρινές μπόρες τούς τα έκαναν μούσκεμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Το λούνα παρκ λειτουργούσε στην πλατεία Μαβίλη. Κούνιες, ρόδα με αεροπλανάκια, καρουζέλ, σκοποβολή, συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, ο γύρος τού θανάτου, η ασώματος κεφαλή, ο Σαμψών που λύγιζε σίδερα και έσπαγε πέτρες στο κεφάλι του, οι δέκα κρίκοι ένα τάλιρο στα μπουκάλια, τα περιστέρια της τύχης. Αλλά και μαλλί τής γριάς, ψημένο καλαμπόκι, χαλβάς σαπουνέ σε ξύλινη σκάφη που τον έκοβαν με σκεπάρνι. Τα σουβλάκια και τα λουκάνικα προστέθηκαν πολύ αργότερα.

Λίγο πιο πέρα, στο Μάτσικα, η «ζωοπανήγυρη», με τους πωλητές να εκθειάζουν τα ζωντανά τους (άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια, γελάδες) και τους αγοραστές να τα βγάζουν καχεκτικά και άχρηστα για να ρίξουν την τιμή.

Στη λεωφόρο Καραμανλή, από τον μώλο έως το Κουρμανιό, τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία. Πρόχειρες, κακοτυπωμένες εκδόσεις που έφερναν σε επαφή τον πολύ κόσμο με έργα μεγάλων κλασικών συγγραφέων, οι συνταγές μαγειρικής του Τσελεμεντέ και της Χρύσας Παραδείση, η αγγλική άνευ διδασκάλου, ο «μέγας ονειροκρίτης» και η «μεγάλη ιατρική και σεξολογική εγκυκλοπαιδεία». Ένας αχταρμάς τέχνης, γνώσης, ανοησίας και αρπαχτής, απλωμένος στους πάγκους, στη διάθεση τού αναγνώστη που ξεφύλλιζε με θαυμασμό και περιέργεια.

Με τα χρόνια, η εμποροπανήγυρη έπαψε να είναι αυτό που ήταν. Τα εμπορεύματα ήταν πλέον τρίτης διαλογής, ο εμπορικός κόσμος τής πόλης και η τοπική οικονομία πάθαιναν ζημιά, οι καταναλωτές μπορούσαν να βρουν χαμηλές τιμές κι αλλού, σε εκπτώσεις, προσφορές και πολυκαταστήματα, το χάζι στο παζάρι δεν αποτελούσε πια σπουδαία διασκέδαση.

Η πρώτη απόφαση για κατάργηση του παζαριού πάρθηκε το 1980 από τον δήμαρχο Θόδωρο Γεωργιάδη, αλλά οι τίτλοι τέλους έπεσαν οριστικά το 2008. Όλο αυτό το διάστημα, οι παζαριώτες από άλλα μέρη της χώρας, που είχαν πλέον την αποκλειστική εκμετάλλευση, αντιδρούσαν έντονα. Απεργίες πείνας, απειλές, ακόμα και μαχαίρια βγήκαν κάποτε. Την τελευταία φορά «φέσωσαν» τον δήμο και μετέτρεψαν την παραλίμνιο σε σκουπιδότοπο, δίνοντας στον ήδη αμφιλεγόμενης χρησιμότητας θεσμό τη χαριστική βολή.
Η φωτογραφία είναι από το αρχείο μου.